Η περιπέτεια της γραφής! Συνεντεύξεις 27 σημαντικών συγγραφέων στον Γιάννη Βασιλακάκο

Facebook
Twitter
Google+
Pinterest

 

Του Σωτήρη Ρεντούμη

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο για όσους αγαπάνε την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και τους ανθρώπους που πρωταγωνιστών σε αυτήν. Ένας ακάματος και πρωτοποριακός συγγραφέας από την ομογένεια της Αυστραλίας (το πλήγμα που επέφερε σε όλη την ομογένεια η αυταρχική κυβέρνηση με την συνθήκη Πεσπών είναι ανυπολόγιστο και οι συνέπειές του θα φανούν σε βάθος χρόνου), ο συγγραφέας Γιάννης Βασιλακάκος, λοιπόν, με πλούσιο έργο (μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, θεατρικά) και βιογραφικό, συγκέντρωσε συνεντεύξεις με 27 συγγραφείς ξεκινώντας από τους αείμνηστους Δημήτρη Χατζή, Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, Μένη Κουμανταρέα, Γιάννη Κοντό, Ε. Χ Γονατά, την ιστορική εκδότρια της Καθημερινής Ελένη Βλάχου και φτάνοντας μέχρι το σήμερα, τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Βασίλη Αλεξάκη, τον Βασίλη Βασιλικό, τον Θανάση Βαλτινό, τον Γιώργο Χρονά και τον νεώτερο όλων, Αλέξανδρο Ασωνίτη.

Στην «Περιπέτεια» ανθολογούνται, εκτός των προαναφερθέντων, οι: Τηλέμαχος Αλαβέρας, Κώστας Βαλέτας, Γιώργος Βέης, Νικηφόρος Βρεττάκος, Ρέα Γαλανάκη, Δημήτρης Γκιώνης, Γιάννης Γουδέλης, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Κώστας Λαχάς, Χριστόφορος Μηλιώνης, Αντώνης Σαμαράκης, Γαλάτεια Σαράντη, Καίτη Τσιτσέλη, Κίμων Φράϊερ, Πέτρος Χάρης. Στο επίμετρο του βιβλίου κείμενα για τους: Οδυσσέα Ελύτη, Κωστή Παλαμά, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Διονύσιο Σολωμό.
Ο λόγος στον Γιάννη Βασιλακάκο που με την Περιπέτεια της Γραφής και τις συνεντεύξεις του χαρτογραφεί και την Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας από το 1950 μέχρι τις μέρες μας:

Στο βιβλίο σας ανθολογούνται 27 συγγραφείς. Πόσο χρόνο διήρκησε η συγκομιδή των συνεντεύξεών τους;

-Διήρκησε 40 χρόνια, από το 1977 έως το 2017. Ίσως να διαρκούσε περισσότερο αν δεν αποφάσιζα να τραβήξω επιτέλους μια γραμμή και να πω “αρκετά ως εδώ”. Διότι στη συγκομιδή προσθέτονταν συνεχώς και άλλοι συγγραφείς, με αποτέλεσμα το μέγεθος του βιβλίου να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Ήταν σχεδόν 400 σελίδες και αν τις ξεπερνούσα ίσως δυσκολευόμουν να βρω εκδότη, αφού εν καιρώ κρίσης τα πολυσέλιδα βιβλία, λόγω κόστους, τείνουν να γίνονται όλο και πιο απαγορευτικά για εκδότες και αναγνώστες αντίστοιχα.

Η ανθολόγηση περιλαμβάνει ετερόκλητους μεταξύ τους συγγραφείς και προσωπικότητες. Ο παλαιότερος είναι ο Βασίλης Βασιλικός, ο πρώτος από τον οποίο πήρατε συνέντευξη. Ο τελευταίος, με τον οποίο ολοκληρώσατε το βιβλίο σας, είναι ο Γιώργος Χρονάς. Τι ενώνει αυτούς τους ετερόκλητους συγγραφείς του τόμου;

-Όντως αφετηρία του τόμου είναι η συνάντηση και γνωριμία μου με τον Βασίλη Βασιλικό και την παρθενική συνέντευξη που μου παραχώρησε το 1977 στην Αθήνα, και ολοκληρώνεται με τη συνέντευξη του Γιώργου Χρονά το 2017. (Δυστυχώς, για τεχνικούς λόγους, δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω μια τελική διόρθωση των δοκιμίων του βιβλίου, με αποτέλεσμα στην εισαγωγή να υπάρχουν κάποιες ανακρίβειες. Όπως π.χ. ότι ο τόμος «κλείνει με τη συνομιλία που είχα με τον Αλέξανδρο Ασωνίτη το 2007 [και] καλύπτει κοντά μια τριακονταετία». Πρόκειται περί οφθαλμοφανούς λάθους, για το οποίο ζητώ συγγνώμη). Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάτι που ενώνει τους ανθολογούμενους συγγραφείς, αυτό, κατ’ αρχήν, είναι η εύλογη μονομανία που τους κατατρύχει με οτιδήποτε σχετίζεται με την τέχνη του γράφειν. Επίσης, το γεγονός ότι μέσω των συνεντεύξεών τους αναδύονται οι ίδιοι ως εξίσου συναρπαστικοί αφηγητές-πρωταγωνιστές όσο και αυτοί των έργων τους. Οι δε «εξομολογήσεις» τους οι πιο ενδιαφέρουσες ίσως «ιστορίες» που έχουν να μας αφηγηθούν.

Με τι κριτήρια έγινε η επιλογή των συγγραφέων του τόμου;

-Όταν ξεκίνησα αυτές τις συνεντεύξεις πριν 40 χρόνια, μάλλον δεν είχα σκεφτεί ότι ίσως μια μέρα θα κατέληγαν σ’ έναν συγκεντρωτικό τόμο. Διότι ξεκίνησαν απρογραμμάτιστα, αυθόρμητα. Κυρίως από το πάθος μου για τα βιβλία, τους συγγραφείς, και τη λογοτεχνία. Ο «έρωτας» αυτός επόμενο ήταν να με οδηγήσει σε μια κατ’ ιδίαν γνωριμία με τους «πρωταγωνιστές» του λογοτεχνικού συναφιού. Οι σημαντικοί δημιουργοί ανέκαθεν υπήρξαν για μένα κάτι σαν «μύστες» που ασκούσαν πάνω μου μια φοβερή μαγεία. Σ’ αυτούς κατέφευγα για να θεραπεύσω τις εσωτερικές πνευματικές και καλλιτεχνικές μου «φαγούρες» – για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του Καζαντζάκη – μυούμενος ταυτόχρονα στα μυστικά της τέχνης τους. Τα κριτήρια λοιπόν επιλογής αυτών των συγγραφέων ήταν αυτονόητα: Πρώτον, από το πόσο οι ίδιοι (ως άτομα) αλλά και ως δημιουργοί (με το έργο τους) με είχαν κατακτήσει και ήθελα να τους γνωρίσω και διερευνήσω περαιτέρω εις βάθος. Δεύτερον, κάποιο ρόλο έπαιξαν και οι διάφορες συγκυρίες (όπως π.χ. κάποιες τυχαίες συναντήσεις μαζί τους, συστάσεις μέσω άλλων ομοτέχνων, μια μεταπτυχιακή έρευνα που έκανα κι έπρεπε να τους μιλήσω, κτλ).

Οι συγγραφείς, με τις συνεντεύξεις τους, ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες σας;

-Κοιτάξτε. Εγώ δεν είχα κάποια συγκεκριμένη προσδοκία, πέρα απ’ το να μου ανοίξουν την πόρτα του σπιτιού και της καρδιάς τους. Πράγμα που έγινε και με το παραπάνω. Το γεγονός και μόνο ότι όλοι δέχτηκαν προθυμότατα να με εμπιστευθούν (μιλώντας, κάποτε, ακόμη και για πολύ λεπτά, προσωπικά τους ζητήματα) ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου. Μάλιστα με τους περισσότερους συγγραφείς του τόμου σφυρηλατήθηκε μια δυνατή φιλία που κρατά μια ζωή. Το γιατί στάθηκα τυχερός το εξηγώ στη εισαγωγή του βιβλίου μου λέγοντας: «Η νεανική απειρία μου με τις συνεντεύξεις – παραδόξως – αποτέλεσε σοβαρό πλεονέκτημα, γιατί, σε συνδυασμό με το μεράκι μου για τη λογοτεχνία, αποδείχθηκε το θαυματουργό “κλειδί” που μου άνοιξε όχι μόνο την πόρτα αρκετών επώνυμων συγγραφέων, αλλά και την καρδιά τους. Ο Malcolm Cowley (στην ενδιαφέρουσα εισαγωγή του της περίφημης πλέον σειράς συνεντεύξεων του Paris Review που εξέδωσε ο Penguin), έχει απόλυτα δίκιο όταν παρατηρεί πως οι καταξιωμένοι συγγραφείς “είναι μερικές φορές σαν τους γάτους: δεν εμπιστεύονται τους άλλους γάτους, αλλά είναι φιλικοί απέναντι στα γατάκια”» (Writers at Work, 1983). Το μόνο που με λυπεί είναι ότι 15 από τους 27 ανθολογούμενους εγκατέλειψαν τα εγκόσμια πριν προλάβουν να δουν τη συνέντευξή τους τυπωμένη σ’ αυτόν τον τόμο.

Ο υπότιτλος του βιβλίου σας είναι: «Καταθέσεις/Μαρτυρίες 27 Ελλήνων πρωταγωνιστών». Γιατί «πρωταγωνιστές» και όχι συγγραφείς;

-Δεδομένου ότι ο τίτλος είναι «Η περιπέτεια της γραφής», το θεώρησα αυτονόητο πως η λέξη «πρωταγωνιστές» αναφέρεται στους σκαπανείς της γραφής, δηλαδή τους συγγραφείς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως με την έννοια των επιφανών δημιουργών του λόγου.

Είσθε ικανοποιημένος ότι δώσατε ένα πανόραμα των Ελλήνων συγγραφέων από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα;

Όπως προείπα, το βιβλίο μου δεν προέκυψε ως ένα προσχεδιασμένο αυτοτελές πόνημα, αλλά ως ένα αυθόρμητο εγχείρημα εν προόδω. Εξού και δεν πρέπει να ιδωθεί ως ένα αντιπροσωπευτικό «πανόραμα» συγγραφέων των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών. Διότι δεν υπάρχει ικανοποιητική αριθμητική εκπροσώπηση (27 συγγραφείς είναι λίγοι). Ούτε επαρκής ειδολογική εκπροσώπηση (π.χ. οι πεζογράφοι είναι πολύ περισσότεροι από τους ποιητές). Αλλά ούτε και επαρκής εκπροσώπηση των δύο φύλων (π.χ. η συντριπτική πλειοψηφία των ανθολογουμένων είναι άντρες και όχι γυναίκες – αν και αυτό δεν έγινε σκόπιμα). Χώρια το γεγονός ότι δεν κατάφερα να συμπεριλάβω κάποιους συγγραφείς που επιθυμούσα διακαώς. Κι αυτό, όπως εξηγώ στην εισαγωγή μου, «είτε λόγω δικής μου υπαιτιότητας (αναβολών, ακύρωση των ραντεβού μας κτλ), είτε επειδή προλάβαινε ο θάνατος κι ακύρωνε τα ραντεβού μας». Έτσι δεν αξιώθηκα να συναντήσω λ.χ. τους Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Ρίτσο, Μίλτο Σαχτούρη, Στρατή Τσίρκα και Διδώ Σωτηρίου. Παρηγοριέμαι όμως που πρόλαβα να μιλήσω, έστω και τηλεφωνικά, με τους Ρίτσο, Σαχτούρη και Σωτηρίου. Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι το βιβλίο μου αποτελεί ένα επιλεκτικό, αν θέλετε, πανόραμα των σημαντικότερων μεταπολεμικών λογοτεχνών μας των τελευταίων 40 ετών.

Ποιο θεωρείτε ως το κυριότερο πλεονέκτημα του εν λόγω βιβλίου;

-Πέρα απ’ το «ψαχνό», δηλαδή τις καθαυτό συνεντεύξεις, εξίσου σημαντικό στοιχείο θεωρώ και τους εκτενείς προλόγους που προηγούνται, καθώς, όπως επισημαίνω στην αρχική εισαγωγή μου, «ανασυνθέτουν την όλη ατμόσφαιρα μέσα στην οποία συντελέστηκαν» αυτές. Προσθέτω δε ότι «εκτός από το εύλογο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν – πρέπει να ιδωθούν και ως ένα αναγκαίο εγχείρημα, προκειμένου να συλληφθούν και αποδοθούν όσο πιο ζωντανά γίνεται οι ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήχθησαν οι εν λόγω συνεντεύξεις [αφού] επεξηγούν και τους λόγους που με ώθησαν να γνωριστώ και να συνομιλήσω με τους συγκεκριμένους συγγραφείς αυτού του τόμου». Χαίρομαι δε που ο φίλος συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός σε πρόσφατη βιβλιοκριτική του επεσήμανε και εξήρε τη σπουδαιότητα αυτού του στοιχείου, καθώς, όπως παρατηρεί, οι «λεπτομέρειες βοηθούν [τον αναγώστη] να μπει στο κλίμα». Εκτός αυτού, ευελπιστώ ότι το βιβλίο θα αποβεί χρήσιμο στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, αφού είναι ένα εργαλείο για να κατανοήσει καλύτερα τους ίδιους τους δημιουργούς και το έργο τους.

Ποιος/α συγγραφέας σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση;

-Σχεδόν όλοι οι ανθολογούμενοι, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Θα ξεχώριζα όμως τους Νίκο Γαβριήλ-Πεντζίκη και Αντώνη Σαμαράκη. Με τον πρώτο (παρόλο που γνώριζα πόσο εκκεντρικός και ιδιόρρυθμος άνθρωπος ήταν, αφού ο πανεπιστημιακός συνάδελφος Γιώργος Κεχαγιόγλου [ΑΠΘ] με είχε προειδοποιήσει για τις παραξενιές και τις απρόβλεπτες εκρήξεις του) πήγα λίγο απροετοίμαστος (ψυχολογικά) για τις… καταιγίδες που έμελλε να ξεσπάσουν. Έτσι, ουκ ολίγες φορές, όταν η κατάσταση γινόταν ανεξέλεγκτη, βρέθηκα σε αδιέξοδο. (Όταν π.χ. σε κάποιο σημείο της συζήτησης τόλμησα να εκστομίσω τον γνωστό στίχο του Σεφέρη «όπου κι αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει», έγινε έξαλλος από θυμό χαρακτηρίζοντάς τον ως «κατεξάμβλωμα διανοητικό»!). Ευτυχώς που με ψυχραιμία ξεπέρασα το «μπουρίνι» φτάνοντας σε απάνεμο λιμάνι, αφού μου ζήτησε συγγνώμη. Επίσης, η τελευταία μας συνάντηση με τον Αντώνη Σαμαράκη υπήρξε άκρως επεισοδιακή – αν και ήμασταν στενοί φίλοι από παλιά – λόγω δικής μου υπαιτιότητας. Συνειδητά τον προκάλεσα ζητώντας του να ξεκαθαρίσει κάποια ζητήματα (που κυκλοφορούσαν επί χρόνια στη λογοτεχνική πιάτσα γύρω από το άτομό του) και με απασχολούσαν έντονα. Τον βρήκα σε πολύ άσχημη κατάσταση (σωματική και ψυχολογική) μετά τις αλλεπάλληλες εγχειρήσεις καρδιάς που είχε κάνει, και με όσα συζητήσαμε τον έκανα χειρότερα. Τελικά, συνειδητοποιώντας πόσο επιπόλαια και άδικα είχα φερθεί, γεμάτος ενοχές, του ζήτησα συγγνώμη. Εκείνος, συγκινημένος, με αγκάλιασε και με φίλησε λέγοντας ότι καλά έκανα που έθιξα αυτά τα ευαίσθητα ζητήματα. Όταν επέστρεψα σπίτι μου, συναισθηματικά φορτισμένος, με τηλεφώνησε τρεις φορές για να μου ζητήσει να του υποσχεθώ να μην στεναχωριέμαι! Τέτοιος υπέροχος άνθρωπος ήταν ο μακαρίτης ο κυρ-Αντώνης…

Μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να κάνετε αυτοσυνέντευξη;

-Σχεδόν σε καθημερινή βάση κάνω μια νοερή συνέντευξη με τον εαυτό μου. Είναι κάτι σαν αυτοεξέταση, μια άσκηση αυτογνωσίας (ποιος είμαι, τι είμαι, πώς ξεκίνησα, τι έχω κάνει, πού βρίσκομαι σήμερα, πώς πορεύομαι, τι προσβλέπω, αν είμαι ευτυχισμένος, κτλ). Είναι ένα αναγκαίο, αναπόσπαστο μέρος της πνευματικής μου ζωής κι εντάσσεται στην καθημερινή μου ρουτίνα. Τη βραδινή καλύτερα – πριν με πάρει ο ύπνος. Πάντα ερωτοτροπούσα με αυτή την ιδέα της αυτοσυνέντευξης, υπό μορφήν αυτοβιογραφίας. Δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να την υλοποιήσω.

Οι ομογενείς στην Αυστραλία ενδιαφέρονται για την ελληνική λογοτεχνία;

-Δυστυχώς, όπως και στην Ελλάδα το ίδιο και στη διασπορά, το ενδιαφέρον είναι πολύ περιορισμένο. Στον απόδημο ελληνισμό η κατάσταση είναι πιο απελπιστική λόγω ιστορικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτισμικών και άλλων παραγόντων. Και διαρκώς χειροτερεύει καθώς η πρώτη γενιά των Ελλήνων στην Αυστραλία απέρχεται με ραγδαίους ρυθμούς, ενώ οι απόγονοί τους ελάχιστα ενδιαφέρονται για την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό γενικότερα. Βλέπετε, το ενδιαφέρον για το βιβλίο και τη λογοτεχνία είναι καθαρά ζήτημα παιδείας και κουλτούρας. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις τίποτα απολύτως δεν μπορεί να αλλάξει ούτε στην Ελλάδα ούτε στην διασπορά. Ας μην αυταπατώμεθα.

Ωστόσο, εσείς γνωρίσατε πρωτοφανή επιτυχία ως ελληνόγλωσσος συγγραφέας. Πώς και γιατί συνέβη αυτό;

-Αναμφίβολα διάφοροι παράγοντες συνέβαλαν σ’ αυτό. Κατ’ αρχήν ήταν σίγουρα το ακατανίκητο πάθος μου για τη λογοτεχνία. Φεύγοντας από την Ελλάδα σε ηλικία 14 ετών, είχα αποφασίσει συνειδητά να ασχοληθώ αποκλειστικά με το γράψιμο και τη λογοτεχνία πάση θυσία. Διαφορετικά δεν είχε νόημα, ούτε άξιζε να ζω. Κι επειδή, όπως ισχυρίζεται ο Πάουλο Κοέλιο και άλλοι, όταν επιθυμείς πολύ κάτι όλο το σύμπαν θα συνωμοτήσει για να το πετύχεις, έτσι κι έγινε. Αυτό τελικά έκανα και κάνω από τότε μέχρι σήμερα, χωρίς κανένα πισωγύρισμα, διακοπή ή μεταμέλεια. Η μετανάστευση ήταν ο θεμέλιος λίθος πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε αυτό μου το όνειρο. Διότι άνοιξε ένα φοβερά συναρπαστικό κεφάλαιο στη ζωή μου, με τις όποιες προκλήσεις, αντιξοότητες, εμπειρίες αλλά κι ευκαιρίες. Έτσι, κατά την άφιξή μου στην Αυστραλία συνεχίζω να γράφω πυρετωδώς (ξεκίνησα να γράφω ήδη από το Δημοτικό) αλλά και να δημοσιεύω από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια (χρονογραφήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα σε συνέχειες) στα περισσότερα ομογενειακά έντυπα. Σε ορισμένα μάλιστα επ’ αμοιβή, αποκτώντας από πολύ νωρίς ένα ευρύ και αφοσιωμένο αναγνωστικό κοινό. Στάθηκα τυχερός που βρέθηκα στη Μελβούρνη (σε μια από τις πολυπληθέστερες παροικίες της διασποράς) που διέθετε πολλά και καλά ΜΜΕ.

Πώς τα καταφέρατε ως ελληνόγλωσσος συγγραφέας σε μια αγγλόφωνη χώρα, τόσο μακριά από την Ελλάδα;

-Η άσβεστη νοσταλγία μου για την γενέτειρα και το πάθος μου για την ελληνική γλώσσα έπαιξαν καταλυτικό ρόλο. Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα: Το 1972 μεγάλος αυστραλιανός εκδοτικός οίκος μου προσφέρει συμβόλαιο για την έκδοση του πρώτου μου μυθιστορήματος που δημοσιεύεται σε συνέχειες σε ομογενειακή εφημερίδα. Σκοπεύουν να το εκδώσουν σε αγγλική μετάφραση, αλλά και ως αυτόνομη ξεχωριστή ελληνική έκδοση για την ομογένεια, επειδή τους γοήτευσε η θεματολογία του (για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο και τα παρεπόμενά του). Εισπράττω δύο σεβαστές προκαταβολές (μία κατά την υπογραφή του συμβολαίου και μία κατά την παράδοση του χειρογράφου. Θα ακολουθούσε και τρίτη πληρωμή με την κυκλοφορία του βιβλίου). Ατυχώς το βιβλίο δεν κυκλοφόρησε γιατί στο μεταξύ ο εκδοτικός οίκος έκλεισε. Είχα καταφέρει όμως (εκτός από το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσόν που εισέπραξα) να αναγνωριστώ ως ο πρώτος μη αγγλόφων επαγγελματίας συγγραφέας στην Αυστραλία, και μάλιστα σε ηλικία μόλις 22 ετών! Και η ρέντα συνεχίζεται: Το 1981 ένα πρώτο μου θεατρικό («Η Ταυτότητα») κερδίζει το πρώτο βραβείο σε παναυστραλιανό διαγωνισμό και γνωρίζει τεράστια εμπορική και κριτική επιτυχία. Ως βιβλίο, μπαίνει στη διδακτική ύλη λυκείων και πανεπιστημίων πουλώντας χιλιάδες αντίτυπα κι αποφέροντάς μου μια περιουσία! Κι έπεται συνέχεια: Αρχές της δεκαετίας του ’80 το κρατικό Λογοτεχνικό Τμήμα του Συμβουλίου Τεχνών μου προσφέρει μια σειρά χορηγιών, για τα επόμενα χρόνια, προκειμένου να συνεχίσω να γράφω λογοτεχνία στη μητρική μου γλώσσα! Στο μεταξύ τα βιβλία μου αρχίζουν να μεταφράζονται, εκτός από αγγλικά, και σε άλλες γλώσσες. Σήμερα ορισμένα πεζογραφικά μου έργα έχουν γίνει αντικείμενο διδακτορικών διατριβών σε ελλαδικά και αυστραλιανά πανεπιστήμια – κι αυτό είναι μια τεράστια ηθική αμοιβή. Εκτός των παραπάνω, καταλυτικό ρόλο έπαιξε επίσης και το γεγονός ότι διατήρησα πάντα στενή επαφή με τον λογοτεχνικό κι εκδοτικό χώρο της Ελλάδος. Η πρώτη μου νουβέλα («Ναυάγησε το SOS») κυκλοφόρησε από τον Σείριο το Σεπτέμβρη του 1974, δυο μήνες μετά την πτώση της χούντας. Ουσιαστικά όμως το 1980 σηματοδοτεί σταθερά την εκδοτική πορεία μου στην Ελλάδα, με την πολύχρονη συνεργασία μου με τις εκδόσεις Gutenberg του Γιώργου Δαρδανού (με πρώτο μου βιβλίο το «Μελέτες στη νεοελληνική λογοτεχνία»). Έκτοτε ακολούθησαν 20 αυτοτελή βιβλία μου και 5 μεταφρασμένα, από μεγάλους εκδοτικούς οίκους (Ελληνικά Γράμματα, Κέδρος, κ.ά.). Έτσι, εκτός από την ελληνική διασπορά, το αναγνωστικό μου κοινό διευρύνθηκε από νωρίς και στην Ελλάδα. Εν κατακείδι: Σίγουρα στάθηκα τυχερός σε κάποια πράγματα. Ποτέ δεν πίστεψα όμως ότι η όποια επιτυχία είναι μόνο ζήτημα τύχης. Όσοι το πιστεύουν αυτό αυταπατώνται. Κυρίως είναι αποτέλεσμα αφοσίωσης και πάθους για το αντικείμενό σου. Και, φυσικά, επίμονης κι επίπονης εργασίας. Ποιοτικής εννοείται…

Εργάζεσθε πάνω σε κάποιο νέο βιβλίο σήμερα;

-Ανέκαθεν ήμουν εργασιομανής. Δουλεύω καθημερινά, συστηματικά κι εντατικά (με ένα μικρό διάλειμμα για μεσημεριανό φαγητό) επί πολλές ώρες την ημέρα. Την περίοδο αυτή εργάζομαι πυρετωδώς για να ολοκληρώσω την τρίτη συλλογή διηγημάτων μου. Παράλληλα προετοιμάζω ένα βιβλίο, συγκεντρώνοντας υλικό, για κάποιες άγνωστες δραστηριότητες του ποιητή Νίκου Καββαδία στην Αυστραλία. Επί τη ευκαιρία σας ανακοινώνω, κάπως γενικόλογα, ότι πρόκειται για μια περιπετειώδη νύχτα που έζησε ο ποιητής στη Μελβούρνη το 1951. Ας μην ξεχνάτε ότι, εκτός από τον Κώστα Ταχτσή, στενή σχέση με την Αυστραλία είχε και ο Νίκος Καββαδίας – σχέση που κράτησε από το 1949-1955.

 

Print Friendly, PDF & Email

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here