
Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΔΑΒΑΝΗ
Με απέλυσαν!
Ο Λευτέρης, χτες η στο τηλέφωνο.
Ειναι βουρκωμένος και οργισμένος.
Είναι, λέει, έτοιμος να πολεμήσει με κάθε όπλο για το δίκιο του.
Ο Λευτέρης, μέχρι προχτές σε Δημοτική Επιχείρηση με κάποιες καλές αποδοχές -ευνοημένος θα ψιθύριζαν χαιρέκακα κάποιοι που δε θα χαρακτηρίσω εδώ.
Είναι μόλις εικοσιοχτώ χρονών.
Άρα έχει χρόνο, έχει και μυαλό, έχει και το σφρίγος να παλέψει για να ξαναμπεί στο ρεύμα της ζωής.
Ας μην είναι ίδια η ζωή μετά από αυτό, το δεύτερο απανωτό χτύπημα για το οποίο δεν έχω δικαίωμα να μιλήσω -ουκ ένι εμβήναι δις τω αυτώ ποταμώ…
Γιατί τα λέω αυτά;
Ο πρώτος είναι ή ο τελευταίος;
Στο φινάλε, πόσοι πετάγονται στο δρόμο στα σαρανταπέντε, στα πενηνταπέντε με οικογένεια, δάνεια; Χωρίς τα προσόντα να παλέψουν;
Γιατί στέκομαι σε τούτο το συγκριτικά ασήμαντο συμβάν;
Τα λέω κινώντας από το χτεσινό τηλέφωνο, αλλά περισσότερο ερεθισμένος από την απροσμέτρητη ανοησία που συναντώ περιδιαβαίνοντας στα λεγόμενα κοινωνικά δίκτυα -τώρα συνειδητοποιώ ότι δεν είναι επικοινωνία, είναι δίχτυα που παγιδεύουν θηράματα. Θηράματα που θα φάνε το ένα το άλλο αν μείνουν για πολύ νηστικά σε αιχμαλωσία.
Κάπως έτσι συμπεριφερόμαστε κι εμείς οι «νοήμονες» υπήκοοι. Γράφουμε στο διαδίκτυο για τις παχυλές αμοιβές των ΔΕΚΟ που κλείνουν, για τα απίστευτα προνόμιά τους. Κάποιοι παραθέτουν στοιχεία με αριθμούς. Επιχαίρουν για το τέλος αυτής της ανισότητας. Πικρά επιχαίρουν, είναι αλήθεια. Φαντάζομαι την άγρια ικανοποίηση με το σαρδώνειο χαμόγελο των άλλων εκει ψηλά, στο αθέατο μέσα στα σύννεφα Μέγα Πραιτώριο -τα σχέδιά τους έχουν πετύχει ακόμα μια φορά, πάντα πετυχαίνουν περισσότερο ή λιγότερο, είναι οι Γνώστες της Ψυχής του Πλήθους.
Τα λέω κυρίως, για να συνεχίσω να συνυπάρχω με τη Βία που με κυκλώνει, που μας έχει όλους περικυκλώσει και μας στραγγαλίζει καθώς ανύποπτοι και αμέριμνοι όπως πάντα, κολυμπούμε στα νερά που νομίζουμε απέραντο πέλαγος και δικό μας, διαθέσιμο για ό,τι του ζητήσουμε.
Απέραντα νερά…
Όμως είναι στέρνα στενή· εμείς, τρόφιμοι ιχθυοκαλλιέργειας, περιφερόμαστε αρπάζοντας ό,τι μας πετάνε για να παχύνουμε να είμαστε έτοιμοι για την απόχη που θα μας διαλέξει για την ασφυξία της ατμόσφαιρας και μετά γραμμή στο τηγάνι.
Μέσα κι εγώ.
Ο προς ώρας ταχτοποιημένος
Με τους συν-έδρους να ξεσαλώνουν κάτω στο πρωινό του ξενοδοχείου -να βάλω γάλα;…θέλεις ζαμπόν ή μόνο τυρί στο τοστ μάτια μου;…ένα χυμό γκρέιπφρουτ για μένα, έχω παχύνει!
Φωνές ανθρώπων, γέλια και ξεκαρδίσματα, νιαουρίσματα ευωχίας ανέγγιχτων ή εσωτερικά θωρακισμένων από το παράφορο και παράλογο κύμα της ζωής…»των οικιών ημών εμπιμπραμένων αυτοί άδουσι» -οι παραλλαγές του Αισώπειου μύθου αμέτρητες. Ανθρώπων που ίσως θεωρούν εαυτούς προστατευμένους και απρόσβλητους, ίσως όμως ξέρουν πως αύριο έρχεται η σειρά τους γι’ αυτό «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε φίλε, η ζωή είναι μικρή..!
Ανάμεσά τους κι εγώ, ας είμαι ακόμα στο μπαλκόνι.
Με το στόμα θεόστεγνο και τη μελαγχολία μου αγκαλιά βγαίνοντας από παράξενα -απροσδιόριστης γεύσης και χρώματος όνειρα.
Στο μπαλκόνι πάνω από την αίθουσα του πλούσιου μπρέκφαστ.
Παρέα με το σπουργίτι που φοβάται να ζυγώσει να πάρει τη μέλισσα που του ‘πεσε από το ράμφος· το δικό του πρωινό ή ημερήσιο γεύμα.
Άλλο ένα πρωινό απόμακρο από τους νορμάλ.
Αν και σε λίγο θα σμίξω μαζί τους, λαχτάρησα μονάχος.
Ένα ακόμα ίδιο πρωινό· δικό μου πάντως, ολότελα.
* Ιούνιος 2013