
Του Λαοκράτη Βάσση
Φιλολόγου-συγγραφέα
α. Αν η επιστήμη εξηγεί κι η φιλοσοφία ερμηνεύει, η τέχνη, σε όλες της τις μορφές, εκφράζει αισθητικά. Που σημαίνει πως, προσλαμβανόμενη ως αισθητική δημιουργία, αξιολογείται, κατά κύριο λόγο, με κριτήρια αισθητικά.
Το αισθητικό της, όμως, αντίκρυσμα, ως αναδιδόμενο αισθητικό άρωμα και ως αισθητική βίωση, δεν υπόκειται σε εύκολες και πιο πολύ σε απόλυτες εκλογικεύσεις, όπως αφελώς το θέλει η πολιτική ή, ακόμα χειρότερα, η ηθικοδιδακτική προσέγγισή της, με την πρόταξη του «σκοπού» και του «νοήματος» έναντι της αισθητικής της λειτουργίας και απόλαυσης.
Αυτό όμως το «αντίκρυσμα», παρ’ ότι εκτείνεται πέραν της εξηγητικής και της ερμηνευτικής λογικής -οπότε πέραν της επιστήμης και της φιλοσοφίας- δεν παύει να είναι κάτι σαν υπερκαλύπτουσα «μαγική» συμπύκνωσή τους, «μαγική» τελικά συμπύκνωση της ίδιας της πραγματικότητας και της ζωής. Που, ως αισθητικό τους «απείκασμα», συνιστά την άλλη μας ματιά, που, θεώμενη τα αθέατα, μας οδηγεί, μέσα απ’ την αισθητική κατάδυση, στο να «νιώθουμε» την ίδια τη βαθύτερη ουσία τους. Έστω κι αν δεν μπορούμε να τη χωρέσουμε, τουλάχιστον με απλοϊκή ευκολία, στα στενά κουτάκια της λογικής.
β. Ελπίζοντας πως μ’ αυτή τη μικρή εισαγωγή σας προϊδέασα κάπως για το χαρακτήρα της παρουσίασης της «Υπεργραφίας» της Ιωάννας Χρήστου, που δεν μπορεί παρά να έχει αισθητική βάση, θα προσπαθήσω να απαντήσω όχι στο ποιο είναι το… νόημά της, όπως ζήταγαν οι παλιοί δάσκαλοι, αλλά στο πού έγκειται η λογοτεχνική αξία της. Αυτή που ορίζει αλλά και ορίζεται απ’ την αισθητική της λειτουργία και την αισθητική της βίωση. Προφανώς υποκείμενη στα όρια της δικής μου πρόσληψής της και προπαντός στα όρια εκλογίκευσης του αινιγματικά διακριτικού αισθητικού της αρώματος.
Γιατί, η «Υπεργραφία», με τους πολλούς αντικατοπτρισμούς των σημαινομένων της, παραμένει, όπως και κάθε απαιτητική λογοτεχνική μορφή, απ’ την αρχή της ως το τέλος της αινιγματική, διακριτικά αινιγματική, αλλά και αινιγματικά ερωτηματική. Ιδίως, όταν, κάτω απ’ την υποτίθεται πεζή επιφάνεια της υποτίθεται ασήμαντης καθημερινότητας, εκτυλίσσεται, με αβίαστη… φυσικότητα, το πολύ δυσανάγνωστο «παιχνίδι» της ζωής. Με το αδυσώπητα ανερμήνευτο ή και τραγικό βάθος της μοίρας των απλών ανθρώπων της, σαν του Ασημάκη που πνίγηκε στη θαλασσοσπηλιά της Γοργόνας στην Πάργα, ψάχνοντας το μαγικό βοτσαλάκι για το χαρχάλι, το περίτεχνο περιλαίμιο κόσμημα της Ελένης του. Χωρίς να είναι άνευ σημασίας που οι πρωταγωνιστές της είναι οι καθημερινοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Έτσι που, τελικά, μεγάλη πρωταγωνίστρια να είναι η ίδια η… καθημερινότητα, όπως συμβαίνει και στη ζωή μας. Έστω κι αν δεν το πολυσυνειδητοποιούμε.
γ. Προσπαθώντας να εκλογικεύσω, όσο γίνεται, την αισθητική βίωση της «Υπεργραφίας», ίδίως μετά το δεύτερο διάβασμά της, δεν μπορώ παρά -ίσως κι από φιλολογική «ιδιοτροπία»- να αρχίσω απ’ τη γλώσσα της. Που, χάρη στην εξαιρετική ποιότητά της, δεν είναι μόνο το «μέσο» της αφήγησης και της αισθητικής της λειτουργίας, αλλά και αισθητική αξία καθεαυτή όπως προφανώς εναρμονίζεται με τα εκφραζόμενά της. Κι αυτό γιατί, χωρίς την όποια διατάραξη του μέτρου και της εκφραστικής ισορροπίας της ιδιαίτερα ζηλευτής αφηγηματικής της φυσικότητας, ούτε «στεγνώνει», χάνοντας την ευαισθησία της, ούτε και «φτηναίνει» από συναισθηματικές υπερβολές. Ακόμα και σε αφηγηματικά επεισόδια που θα σήκωναν ένα ανέβασμα των συναισθηματικών τόνων, η λογοτέχνις μας, διευκολύνοντας ίσως και τη «γειωτική» διύλιση των προσλαμβανομένων απ’ τον νου του αναγνώστη, δεν χάνει αυτό το πολύ δύσκολο μέτρο της εκφραστικής ισορροπίας, που προϋποθέτει τη χρυσή τομή ανάμεσα στην «στεγνή» εγκεφαλική και στην «ξέχειλη» συναισθηματική γραφή. Μ’ αυτή την μαστοριά στην απαιτητική χρήση της γλώσσας να είναι συνάρτηση του υπέροχου κράματος επιστημονικής γνώσης και λογοτεχνικού τάλαντου, όπως στην περίπτωση της «Υπεργραφίας» της Ιωάννας. Που, έτσι, προφανώς και δεν προσφέρεται για εύπεπτο ανάγνωσμα… παραλίας.
δ. Με τη γλώσσα και το περιεχόμενο να αποτελούν αισθητική ενότητα, καθώς το προαναφερθέν «καθεαυτή» στην αισθητική αξία της γλώσσας ούτε λόγος πως δεν προκύπτει ερήμην του περιεχομένου, πριν απ’ τις όποιες άλλες παρατηρήσεις μου, θα ήθελα, περνώντας στα πολύ βασικά γνωρίσματά της, να πω πως η «Υπεργραφία» δεν είναι ένα τυπικό και σύνηθες μυθιστόρημα, αλλά, ας μου επιτραπεί ο ασαφής όρος, ένα… μετα-μυθιστόρημα, με όλες τις ιδιαιτερότητες της μετα-μυθιστορηματικής του γραφής. Όπου, πέραν της γλώσσας –που, όπως είπα, αποφεύγει τις εύκολες και επιφανειακές, συγκινησιακές ή άλλες έντονες φορτίσεις, με υποδόρια την ευαισθησία και τη βαθύτερη λειτουργία των ποιοτικών αισθητικών της μηνυμάτων- δοκιμάζει με επιτυχία, αισθητικά δηλαδή δικαιωνόμενες, πολύ έξυπνες αφηγηματικές τεχνικές, που της επιτρέπουν να ξετυλίγει το αφηγηματικό της υφάδι με αβίαστη ευχέρεια, σαν επιδέξια υφάντρα της αφήγησης.
Κι είναι εξαιρετική η ύφανση της καθημερινότητας των απλών πρωταγωνιστών της, του Φάνη, του Νικήτα, της Μάγδας… και προπαντός του γονικού δίδυμου: του Θανάση, του… Θανασάκη και της Μαρίκας, της δοσμένης αγόγγυστα στη μοίρα του καθήκοντος, Μαρίκας. Αυτής της, υποτίθεται, ασήμαντης καθημερινότητας, με όλες της τις μικρο-περιπέτειες και σε όλες της τις εκφάνσεις, ιδίως μάλιστα όταν το μικρό «έπος» της συνυφαίνεται περίτεχνα: με πολύ μελετημένες ιστορικές «επενδύσεις», όπως για την Πάργα, τους «πισσωμένους» της Ζακύνθου και την πανούκλα της Λευκίμης, με έμμεσες πολιτικές «επενδύσεις, όπως για την «Αλλαγή» του ’81 και τη μνημονιακή περίοδο, με λαογραφικές, όπως για την παραδοσιακή ευζωνική στολή και την πωγωνίσια στολή της νύφης.
Ή και άλλες ακόμη, πολύ ενδιαφέρουσες, όπως, ας πούμε, οι καφκικού τύπου αναφορές στην «υπαλληλία» και τη «γραφειοκρατία», όπου, όλες μαζί αυτές οι «επενδύσεις» συνιστούν και έξοχες διανθιστικές «κορυφώσεις» της συνολικής της γραφής. Έτσι ώστε, η περίτεχνη ύφανση αυτής της τόσο γνωστής αλλά και τόσο άγνωστης στο βάθος της καθημερινότητας, της πολύ οικείας μας, εντέλει, μικρο-καθημερινότητας -σε συνδυασμό με την μαστορική συνύφανσή της με τις «κορυφώσεις»- να ορίζει και τη μετα-μυθιστορηματική ταυτότητα της εκδιπλούμενης, κατά την ανάγνωση, σαν πυκνο-διακοσμημένο υφαντό, «Υπεργραφίας», χωρίς… μύθο και κεντρική υπόθεση πλοκής της. Ένα πολύ ωραίο, όμως, λογοτεχνικό «υφαντό», κάτι σαν πυκνή «τοιχογραφία» της ζωής. Που όλο στέκεσαι πάνω απ’ τις τόσες μικρές και μεγαλύτερες «παραστάσεις» του, για να ανασάνεις βαθιά το διακριτικό άρωμα των αισθητικών τους μηνυμάτων. Αλλά και να «ψάξεις» τα όσα κρύβονται πίσω απ’ αυτές τις «παραστάσεις», σε μια προσπάθεια αποκρυπτογράφησης των πολλών… υπεργραφικών αισθητικών τους σημαινομένων, όπως αινιγματικά συμπυκνώνεται σ’ αυτά η λογοτεχνική «αλήθεια» της Ιωάννας.
ε. Περιορίζοντας απ’ την αρχή τις φιλοδοξίες της παρουσίασής μου μόνο στο να υποψιάσω γι’ αυτή την «αλήθεια», πριν ολοκληρώσω με μια επιλεκτική αναφορά σε τρεις μόνο απ’ τις περιώνυμες «κορυφώσεις» της «Υπεργραφίας», δεν μπορώ να μη σημειώσω, και πάλι επιλεκτικά, πόσο με άγγιξαν: το λεπτό χιούμορ που διαπερνά τη γραφή της, η θυμοσοφική της στοχαστικότητα, η δημοκρατική λαϊκότητα που αναδίδεται απ’ τη σχέση με τους απλούς ανθρώπους, η αισθαντικότητα στη σχέση της με τη φύση και ιδίως με τη θάλασσα, η τρυφερότητα για τα ζώα, η βαθιά μελέτη που κρύβεται πίσω από εκλαϊκευτικά δοσμένες αναφορές σε ειδικών γνώσεων θέματα, όπως –πέραν των ιστορικών και λαογραφικών- αυτές για τα νομίσματα ή τα φάρμακα, που φανερώνουν υψηλή, έως και σχολαστική, συγγραφική υπευθυνότητα, η αναφορά σε αδικαίωτες μνήμες αίματος της πολύ κοντινής μας ιστορίας, απ’ την κατοχή ως τη χούντα, ή, για να περιοριστώ μόνο σ’ αυτά, το «τραγούδι» της μηχανής Singer.
Οπότε και περνώ, με υποψιαστική κι εδώ αφαιρετικότητα, στις τρεις «κορυφώσεις», προσπερνώντας, κατ’ ανάγκην, άλλες εξίσου ή και πιο ενδιαφέρουσες, όπως, ας πούμε, τα ιστορικά για την Πάργα, τους «Πισσωμένους» της Ζακύνθου και της πανούκλας της Λευκίμης ή τα περί «φλαμένκο» και τέχνης. Και δεν επέλεξα τυχαία αυτές, αλλά γιατί «φωτίζουν» μια απ’ τις «υπεργραφικές» αινιγματικότητες του μετα-μυθιστορήματος της Ιωάννας, που είναι, μεταξύ άλλων, η υποδόρια και πολύ βαθιά πολιτική του διάσταση, όσο κι αν αυτό δεν προκύπτει εύκολα, από μια επιφανειακή ανάγνωσή του. Πρώτη «κορύφωση», θεωρώ τα περί «Αλλαγής» (κεφάλαια 3 και 5), όπου η μοναδική παιδικής αθωότητας περιγραφή του κλίματος της βραδιάς της νίκης του ’81 συμπληρώνεται από «ματιές» μελαγχολικής αποτίμησης:
«Οι δρόμοι είχαν πνιγεί στον κόσμο… Ακολούθησα κι εγώ και γίναμε ένα με το πλήθος. Τι πρωτόγνωρη αίσθηση! Ήμουν εγώ και δεν ήμουν εγώ. Πώς να το εξηγήσω… Ήμουν εγώ, μα δεν οδηγούσα εγώ τα βήματά μου. Με πήγαινε το ποτάμι των άλλων. Με ανασήκωνε ελαφρά, σαν να μην πατούσα στο έδαφος. Ήμουν εγώ χωρίς το βάρος του εαυτού μου. Κι ένιωθα δυνατός –τι λέω!- ένιωθα ανίκητος!».
Ή «Γι’ αυτό, μετά από εκείνες τις εκλογές του ’81… όλοι όσοι είχαν αποκλεισθεί ή αισθάνονταν αποκλεισμένοι απ’ το κράτος και τα δημόσια αξιώματα, προσδοκούσαν πως ήρθε η σειρά τους και ευελπιστούσαν σε μια αλλαγή φρουράς. Τριγυρνούσαν από πολιτευτή σε κομματάρχη και από ταβέρνα σε ρεμπετάδικο να μοιραστούν τα πόστα, με ένα χαρτί διορισμού στο χέρι. Κι αν δεν υπήρχαν πόστα για όλους, θα τα δημιουργήσουμε, βρε αδερφέ. Αρκεί να έμπαινε η πράσινη σφραγίδα».
Δεύτερη κορύφωση, οι περίπου, όπως ήδη είπα, καφκικές αναφορές στην «υπαλληλία» και τη «γραφειοκρατία», με την λεπτή αίσθηση ενός πικρού αφηγηματικού χιούμορ, που σου δίνουν την εντύπωση μιας πλακατζίδικης απολίτικης περιγραφής, μα που είναι, με ματιά απ’ τα μέσα, μια βαθύτατα πολιτική «ματιά». Οι διάλογοι του Νικήτα με τον τυπικό γραφειοκράτη προϊστάμενό του, όπου και το γραφειοκρατικό μάθημα για την μπλε υπογραφή στα έγγραφα, καθώς την «κόκκινη, “δια κινναβάρεως”», τη βάζει μόνο ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και την πράσινη μόνο ο Μητροπολίτης Κιτίου, είναι απ’ τους πολύ χαριτωμένους, αποκαλυπτικούς των αγκυλώσεων της γραφειοκρατικής υπαλληλίας.
Τρίτη, τέλος, κορύφωση, η λογοτεχνική έκφραση του πνιγηρού μνημονιακού κλίματος, στο κεφάλαιο 13, κάτω απ’ την επιφάνεια μιας δήθεν, και πάλι, πολιτικά ουδέτερης καθημερινότητας, με τα μικρο-προβλήματα και τα μικρο-επεισόδιά της, όπου και τα πολύ τρυφερά για τον Άλκη και τη Γκρέτα, την «έξυπνη» και θεραπευτική σκυλίτσα, που… παραπλανούν.
στ. Αν τα καλά λογοτεχνικά έργα ή γενικώς τα καλά βιβλία κρίνονται απ’ το αν τα «κουβαλάς» μέσα σου μετά το διάβασμά τους, η «Υπεργραφία» της Ιωάννας, αυτό το εξαιρετικό μικρό «έπος» της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων της διπλανής μας πόρτας, με το ιστορικό του βάθος των δύο αιώνων, κυριολεκτικά σε… κυνηγάει με την αισθητική αινιγματικότητα των «υπεργραφικών» λογοτεχνικών της μηνυμάτων.
Παρουσίαση, Ίδρυμα Θεοχαράκη, 05-03-2018,
«Υπεργραφία», της Ιωάννας Χρήστου, εκδόσεις Λιβάνη