
Του ΑΛΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΔΑΒΑΝΗ
Σκηνή πρώτη
Ρεζιλεύουν την πατρίδα μας στο εξωτερικό!
Ο κύριος ομοάτιμος* με το ρυπαρό μητρώο δράσης αποφαίνεται· έχοντας μόλις, ακόμα μια φορά, στουμπώσει την κορεσμένη γαστέρα του. Στο διάλειμμα ενός ακόμα συνεδρίου -πλημμυρισμένου ανιδιοτέλεια.
Τον άκουσα και ταράχτηκα.
Γυρίζω πάραυτα στο «μαντρί».
Τρομαγμένος και εφεξής φανατικός.
Και μη ρωτάς ποιο το μαντρί.
Κοίτα τους όλους αυτούς και θα καταλάβεις.
Και ποιοι είναι όλοι αυτοί, ποιοι είμαστε όλοι εμείς, μη ρωτάς.
Μαντρωμένοι και ελευθέρας βοσκής επί σφαγήν…
Σκηνή δεύτερη
Ο μικρόσωμος μελαμψός στο φανάρι· τέλειωσε το ψευτοκαθάρισμα του παρμπρίζ στο μπροστινό αυτοκίνητο και περίμενε χαμογελαστός το πουρμπουάρ.
Ένα χέρι βγήκε και του έβαλε στο χέρι ένα τσιγάρο. Ένα κάτασπρο ραβδάκι στο χέρι· μέσα στο σούρουπο μου φάνηκε πως στραφτάλιζε σα μαχαίρι φωτισμένο από τον καγχασμό του οδηγού.
Ο μελαμψός συνέχισε να χαμογελάει· φαρμακωμένος και ταπεινωμένος. Τα κάτασπρα δόντια του φάνηκαν σα γιαταγάνι που στραφτάλιζε στο μισοσκόταδο.
Το αυτοκίνητο της ύβρεως μπροστά μου φάνηκε να χαμηλώνει το ρύγχος όπως άνθρωπος που σκύβει για να αποφύγει μια φτυσιά.
Ντροπή για τον ιδιοκτήτη του;
Φόβος προοπτικός;
Μάρκας Mercedes, τελευταίο μοντέλο.
Λίγο πριν άκουγα κάποιον ομοάτιμο να φτύνει κατά τη μεριά των αγαπημένων του στόχων· των ιδεοληπτικών** ενός κόσμου καλύτερου -λίγο έως ελάχιστα, έστω. Των συμβιβασμένων σε μια υποτυπώδη ανακατανομή του παγκόσμιου Κοινού Προϊόντος -έστω.
Άκου φίλε…
Το να είσαι ιδιοτελής, φυσικό και ανθρώπινο.
Το να περιχαρακώνεις εμμονικά το Έχειν σου για να το διασώσεις, σύνηθες και κατανοητό.
Το να θάβεις στη γη τον πλούτο που με μοχθηρία υπεξαίρεσες, διαχρονικά σιχαμερό -και, δυστυχώς, δυνητικά καθολικό.
Και αν νομίζεις πως ο μερτσεντάκιας στο φανάρι διαφέρει από τον ομοάτιμο και τους εκάστοτε επόμενους μιμητές του στις λαμπερές αίθουσες, μάλλον λαθεύεις.
*Ομοάτιμος: ειδική κατηγορία πανεπιστημιακού δασκάλου ο οποίος δεν αρκείται στον υπέροχο τίτλο «ομότιμος» αλλά τον ατιμάζει σέρνοντάς τον στο βρόμικο μωσαϊκό της Αγοράς.
**Ιδεοληψία: η ατίμωση ενός σημαντικού όρου της ψυχολογίας λόγω της ευρείας χρήσης του από φανατικούς της ασύδοτης Αγοράς εναντίον των -έστω και κατ’ ελάχιστον- αμφισβητιών της.