Του Αλέξανδρου Ασωνίτη
Συγγραφέα, συντονιστή της σχολής σεμιναρίων: «Ανοιχτή Τέχνη»
Έκπληξη, θαυμασμός, δέος κι ενθουσιασμός, για το συνταρακτικό βιβλίο-προφορική αφήγηση της Αγγέλας Παπάζογλου: «Τα χαϊρια μας εδώ», με υπότιτλο: «όνειρα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης».
Η Αγγέλα Παπάζογλου, Σμυρνιά τραγουδίστρια, μετά την καταστροφή, γνώρισε, στην Ελλάδα, και παντρεύτηκε τον σπουδαιότατο συνθέτη του ρεμπέτικου Βαγγέλη Παπάζογλου (Λεμονάδικα, Πέντε χρόνια δικασμένος και πολλά άλλα). Έκανε λίγες φωνοληψίες η Αγγέλα, ο Παπάζογλου δεν την άφηνε να τραγουδήσει σε κέντρα, στην Σμύρνη και στα πρώτα χρόνια της εδώ τραγούδαγε.
Η Αγγέλα Παπάζογλου ήταν τυφλή: «Ούτε ο Θεός δεν θα παντρευόταν μια αόμματη». Ο Βαγγέλης Παπάζογλου πέθανε από φυματίωση στην κατοχή, όπως πολλοί απ’ τους ρεμπέτες. Η Αγγέλα πέθανε το 1983, τον καταραμένο, όπως λέει, (σ. 563), μήνα Αύγουστο. Αύγουστο έγινε η Μικρασιατική καταστροφή.
Πριν τον θάνατό της ο γιος της Γιώργης, ή η ίδια, σε χρόνο που δεν προσδιορίζεται, είχε την έμπνευση να αφηγηθεί την ζωή της και τα ιστορικά γεγονότα που την σημάδεψαν. Η ζωή στην Σμύρνη επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η απελευθέρωση, η καταστροφή, η προσφυγιά, το ανάλγητο και απροετοίμαστο «μαύρο» ελληνικό κράτος, η αυτάρεσκη Παλαιά Ελλάδα, τα ανείπωτα δύσκολα χρόνια μέχρι να σταθούν στα πόδια τους, και μετά: Κατοχή, αντίσταση, ταγματασφαλίτες, ράλληδες, πείνα, θανατικό… «δεν ήταν κατοχή… δεν ήταν πόλεμος.. ήταν κατάρα».
Όλα με υπόβαθρο το τραγούδι, εδώ, και στην Σμύρνη. Αλλά τα περί το ρεμπέτικο και διάφορα παρασκήνια, τα σχόλια για τους πρωταγωνιστές του, τα στοιχεία για τις σωρηδόν κλοπές τραγουδιών-μελωδιών του Βαγγέλη Παπάζογλου, είναι απολύτως χρήσιμα, περνάνε όμως σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην συνολική αφήγηση της Αγγέλας Παπάζογλου.
Γιατί, χωρίς περιστροφές: «Τα χαϊρια μας εδώ», είναι ένα από τα συγκλονιστικότερα βιβλία που έχω διαβάσει, ένα αριστούργημα. Αριστούργημα σπάνιο της ελληνικής λογοτεχνίας, της ευρωπαϊκής, της παγκόσμιας. Ανεπιφυλάκτως. Πρόκειται για έπος, κυριολεκτικώς και μεταφορικώς.
Κυριολεκτικώς, γιατί είναι προφορικές αφηγήσεις της τυφλής κυρ-Αγγέλας (ο Γιώργης Παπάζογλου που προλογίζει και επιμελείται την έκδοση, δεν αναφέρει, δυστυχώς, αν οι αφηγήσεις έγιναν μια κι έξω, ή αν επανερχόταν, ούτε δίνει στοιχεία που θα βοηθούσαν να διαμορφώσουμε εναργέστερη εικόνα για τον τρόπο που έγιναν). Μεταφορικώς, γιατί γεγονότα όπως η Μικρασιατική Καταστροφή (η δεύτερη μεγαλύτερη τραγωδία του ελληνισμού, μετά τον βίαιο εκχριστιανισμό του) και η γερμανο-ιταλο-βουλγάρικη Κατοχή δεν μπορούν να ονομασθούν έπη, ούτε πολύ περισσότερο η δράση των γερμανοτσολιάδων.
Τα «Χαΐρια» συμπληρώνουν, λογοτεχνικώς, τα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου, την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα, «Το Νούμερο 31328», του Βενέζη. Συμπληρώνουν με ιδεώδη τρόπο τα τραγούδια του Γενίτσαρη, του Μπαγιαντέρα και άλλων που έγραψαν για την Κατοχή και τον νικηφόρο πόλεμο κατά της Ιταλίας. Μας μιλάνε για την ποιότητα των ανθρώπων του λαϊκού τραγουδιού.
Ούτε και τίθεται θέμα, παρά μόνο υποβολιμαίως και συμπλεγματικώς, αν ένας πολιτισμός, ένας αστικός, λόγιος πολιτισμός έχει ανάγκη τον λαϊκό, ως υποστήριγμα ή ως άλλοθι. Είναι παραπειστικό. Ένας πολιτισμός με αυτοπεποίθηση και οντότητα, δεν ζητά και δεν ενδιαφέρεται για πιστοποιητικά «λογίων» φρονημάτων.
Ένας πολιτισμός αυτάρκης υϊοθετεί και προβάλλει κάθε δημιουργία, χαίρεται, περηφανεύεται γι’ αυτήν. Τον ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, όχι το πώς επετεύχθη. Αλλοιώς, ο Δημόκριτος θα άφηνε τον Πρωταγόρα να δουλεύει αχθοφόρος και ο νεοπλατωνιστής φιλόσοφος Αμμώνιος Σακκάς θα σήκωνε σακκιά στην Αλεξάνδρεια μέχρι να πεθάνει.
Αγγέλα Παπάζογλου. Τυφλή τραγουδίστρια που αφηγείται, στο σμυρνέικο ιδίωμα με τις χρονικές αυξήσεις σε –η, την ζωή της με λογοτεχνικότητα και αισθαντικότητα που αιφνιδιάζει και συνταράσσει, που κρίνει με σπάνια ευθυκρισία και επιμερίζει ευθύνες σαν να είναι η ίδια η Ιστορία, το λέει σε κάποιο σημείο: όσοι έζησαν τα γεγονότα, αυτοί είναι η Ιστορία.
Οι Μικρασιάτες στενάζουν (πότε δεν σκεφθήκαμε πώς ένοιωθαν οι Έλληνες των σκλαβωμένων περιοχών ξέροντας ότι δίπλα ή απέναντί τους οι άλλοι Έλληνες είναι ελεύθεροι) αλλά και αντιστέκονται, ειδικά οι Πόντιοι, στον Τούρκο, όπως μπορούν. Μιλάει η Αγγέλα για την λαχτάρα και τον πόθο τους για λευτεριά που ποτέ δεν πέρασε στην συνείδηση των Ελλαδιτών, ούτε τότε ούτε τώρα. Πανηγυρίζουν την έλευση του ελληνικού στρατού κατακλύζοντας την προκυμαία με ελληνικές σημαίες, η Αγγέλα οδηγεί λόχους και διμοιρίες στον προορισμό τους, τραγουδάει σε πάλκο διαμορφωμένο σε τσαρούχι. Όσο διαρκεί η απελευθέρωση, οι Σμυρνιοί, λέει κατάπληκτη, δεν πέθαιναν, «δεν θυμάμαι καμμιά κηδεία αυτά τα χρόνια, κορόϊδα ήταν να πεθάνουν τώρα που λευτερωθήκαμε»; «Η Ιωνία και η Μικρασία στην Ελλάδα. Άκου πώς ακούγεται, σαν ποίημα». Αλλά «αντί να σπάσουν την συνθήκη (των Σεβρών) οι Τούρκοι, την σπάσαμε εμείς…. αυτοκτονήσαμε… κάποιοι απάτριδες.. πουλημένοι» (σ.334)
΄Ετσι, από την αθανασία των ετών 1919-1922, περνάμε στην κατάρρευση του μετώπου, στην πυρπόληση της Σμύρνης, στην λεηλασία των περιουσιών, στις σφαγές, στις απερίγραπτες κι απαράγραπτες θηριωδίες… «φοβάσαι και τον αέρα π’ αναπνέεις, πως θα μπεί μέσα στη μύτη σου και θα σε σφάξει, πως κρατά μαχαίρι…» και φρικαλέοτητες των Τούρκων (των οιονεί ναζιστών που ειδικεύονται στις γενοκτονίες), στην καταδίωξη των Ελλήνων που σε ομάδες αναζητούν τρόπο να φτάσουν μέχρι τα καράβια. Η Αγγέλα έρχεται ντυμένη γριά για να μην την γνωρίσουν οι Τούρκοι, κουβαλώντας ένα στρώμα στην πλάτη της, η μάνα της φοράει μέσα ζωνάρι την ελληνική σημαία τους.
Η Αγγέλα κατονομάζει τους ένοχους για το ξερίζωμα του μιρκασιατικού ελληνισμού. Γιατί ευλόγως μιλάμε για τους Μικρασιάτες του 20ου αιώνα, αλλά ξεχνάμε πως η Μικρασία είναι η πατρίδα της ελληνικής και δυτικής φιλοσοφίας, ότι οι μισοί απ’ τους μεγάλους φιλοσόφους μας κλπ ήταν Μικρασιάτες (Θαλής, Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος, Εύδοξος, Ιππόδαμος κ.α). Μικρασία σημαίνει Ελλάδα και πολιτισμός. Αλλά στα 2700 χρόνια, μόνο επί Μεγαλέξανδρου και επιγόνων ήταν ελεύθεροι. Κι όταν ο Φρύνιχος έγραψε το «Μιλήτου άλωσις», για την ισοπέδωση της Μιλήτου απ’ τους Πέρσες, οι Αθηναίοι απαγόρευσαν να ξαναπαιχτεί η τραγωδία γιατί τους θύμιζε «οικεία κακά».
Ποιοι είναι οι ένοχοι της Καταστροφής (που η Ελλάδα ποτέ δεν θέλησε να επεξεργαστεί ψυχικά και που υποσυνέιδητα, πολεμώντας τους Ιταλογερμανούς, πολέμαγε και νίκαγε τον Τούρκο); Η κυρ-Αγγέλα είναι αμείλικτη:
Οι Έλληνες προδότες, οι «μαύροι», οι δεξιοί, που θα γίνουν «προσφυγομάχοι». Πρώτος απ’ όλους ο αρχιπροδότης «βασιλιάς Κωνσταντίνος («τι δουλειά έχει αυτός με την αρχαία Ελλάδα;»), που όσο υπάρχει το άγαλμά του η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανορθωθεί. Οι Τούρκοι. Και οι Γερμανοί, οι οργανωτές του τούρκικου στρατού, για τους οποίους η Αγγέλα δεν φείδεται μίσους και περιφρόνησης. Το τι θα έκαναν οι Γερμανοί στον δεύτερο παγκόσμιο, φάνηκε απ’ όσα έκαναν στην Μικρασία. Η Δύση αρνήθηκε να το δει. Τον Βενιζέλο, λέει, τον μισούν οι μαύροι, «όχι επειδή θα μας ελευθέρωνε, αλλά επειδή μας ελευθέρωσε». Οι μπολσεβίκοι βοηθάνε τον Κεμάλη και τους τσέτες.
Κι έρχονται εδώ πρόσφυγες. Κι αρχίζει το βασανιστήριο και ο εξευτελισμός που περιγράφονται, όπως όλα, χωρίς μεμψιμοιρία και μελοδραματισμό. Χωρίς ψυχρότητα, χωρίς υπερβολή. Η γλώσσα της κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει, οι φράσεις της και τα περιστατικά ταράσσουν ψυχή και νου. Άναυδος διαβάζουμε για το «καραμπινιεράκι που εκτέλεσαν οι Ιταλοί επειδή δεν ήταν φασίστας», όταν γινόταν η κηδεία του Βαγγέλη Παπάζογλου. «Και ποιας Ταλιάνας πικρομάνας ήτανε; Ποιας Φρατζέζας, ποιας Τουρκάλας μάνας, ποιας Κινέζας; Άμα σε τουφεκίζουνε για τη λεβεντιά σου, όλες οι γυναίκες του κόσμου είναι μάνες σου».
Μόνο να υποκλιθεί μπορεί κάποιος σ’ αυτήν την περίφημη γυναίκα, την περίφημη Ελληνίδα που και να ξαναγεννιόταν ήθελε πάλι να είναι «Σμυρνιά και Ρωμιά». Που λέει σε τουλάχιστον δέκα σημεία ότι οι Τούρκοι της Σμύρνης τους βοήθησαν να σωθούν και τους ζήταγαν να μείνουν γιατί θα περάσει κι αυτό το κακό.
Να υποκλιθεί και να θαυμάσει την καταπληκτική αφηγηματικότητά της και την λογοτεχνική της δεινότητα. ΄Οταν περιγράφει τα του θανάτου του Βαγγέλη Παπάζογλου, το δοξαστικό της γι’ αυτόν τον μεγαλοφυή μουσικό. Σε σελίδες εφάμιλλες της σπουδαιότερης παγκόσμιας λογοτεχνίας περιγράφει πώς πήγε, τυφλή, μες στην κατεστραμμένη Κοκκινιά, με μια συνοδό, πώς πήγε και κουβάλησε την κάσα που θα θάβανε τον Βαγγέλη της. Πώς την καπελλώθηκε και την έφερε σπίτι της να βάλει το φθισικό σώμα που λάτρεψε.
Τυφλή, αόμματη Αγγέλα κουβαλάει, πάλι με μια συνοδό, το άψυχο σωματάκι μιας μικρής, ντυμένης με τα καλά της, που το συμβούλιο των γυναικών της γειτονιάς, αποφάσισε να μη το θάψουν, αλλά να το πετάξουν για να μείνει στην οικογένεια το δελτίο. Κράταγαν το κοριτσάκι σαν να ‘ταν ζωντανό και το περιέφεραν όλην την μέρα γιατί δεν τους πήγαινε η ψυχή να το πετάξουν. Το σούρουπο το άφησαν στα σκαλιά μιας εκκλησίας.
Το ερώτημα μετεωρίζεται: Τι δουλειά έχουμε εμείς με τους Ευρωπαίους κτηνάνθρωπους δολοφόνους;
Ούτε έχω ξαναδιαβάσει πιο συγκλονιστική περιγραφή για τους Ράλληδες. Δεν μιλάει μόνο για τα εγκλήματά τους. Μιλάει για την φωνή τους, όταν ακουγόταν έξω απ’ το σπίτι του υποψήφιου θύματός τους. Μιλάει για τους χιλιάδες πεθαμένους απ’ την πείνα με τα ανοιχτά στόματα. Είναι η Βούλα Παπαϊωάννου της λογοτεχνίας.
Είχα σκοπό να παραθέσω αποσπάσματα κατά λέξη, όχι από μνήμης. Δεν γινόταν, έπρεπε να παραθέσω το 70% του ογκώδους, 662 σελίδες, βιβλίου, ενός μνημείου του ελληνικού πολιτισμού. Πρέπει να έιμαστε πολύ περήφανοι που αξιωθήκαμε μια τέτοια συγγραφέα. Θα ακολουθήσω την προτροπή του Δημήτρη Νόλλα και εύχομαι να μπορέσω να γράψω μια ολοκληρωμένη μελέτη.
Αλλά τους Ράλληδες, τους χαφιέδες, τους προδότες, πώς τους εκτελούσανε; «Ένανε τσολιά λέει. Γερμανοτσολιά Ράλλη… Ήτανε μέσα σ’ ένα γκαζοζέν χωμένος και τόνε σταματήσανε απ’ έξω απ’ τσι πολυκατοικίες και τον βγάλανε έξω και τον εγδύσανε τα τσολιαδίστικα τα ρούχα, να μη ντροπιαστεί ηλέγανε ο χάρος…. Δεν κάνει τα συχαμένα ρούχα να τα δει… Και τον ελυντσάρανε εκεί στη μέση του δρόμου, στην Πέτρου Ράλλη, στσί πολυκατοικίες μπροστά.» (σ. 546)
Εθνος που ξεχνάει δεν προχωράει. Καμμιά λησμονιά, κανένα συγχωροχάρτι σε Τούρκους, Γερμανούς, ναζί και προναζί, Κωνσταντίνους, Στεργιάδηδες (ποιος επιτέλους θα κάνει μια έρευνα γι’αυτόν τον Εφιάλτη;), γερμανοτσιολιάδες.
«Αν θέλεις να είσαι σωστός και να κάνεις και καλό, άμα βλέπεις σκουλήκι να το πατάς. Αλλά να δίνεις και τη ζωή σου, που λέει ο λόγος, να σώνεις έναν άνθρωπο άμα τ’αξίζει και είναι σωστός… να μην αδικήσεις ποτέ τον εαυτό σου… άμα βλέπεις σκουλήκι να το πατάς…. Αν δεν το πατήσεις το σκουλήκι, είναι σα να του λές “Σ’ αγαπώ”» (σ. 586)
Με όλο το θάρρος, καλό έιναι, νομίζω, να το συγκρατήσουν αυτό εγχώριοι και οθωμανοί νεότουρκοι, ναζί και γερμανοτσολιάδες.
Αυτή είναι η Αγγέλα Παπάζογλου, ένας θηλυκός Μακρυγιάννης που μιλαέι για την διχόνοια που μας ταλανίζει, για το κόκκινο φέσι που φόραγαν υποχρεωτικά, σαν άστρο του Δαυίδ, οι Έλληνες για να ξεχωρίζουν απ’ τους Τούρκους, που μιλάει με πίκρα και καυμό για την Ελλάδα, για την Μικρασία, για την Κύπρο, για το πόσο αγάπαγαν την αρχαία ελλάδα (σ.629)
Με απέραντο σεβασμό και ευγνωμοσύνη, λοιπόν: Αιωνία η μνήμη της, κυριολεκτικώς, Ομηρίδας Αγγέλας Παπάζογλου και του αθάνατου έπους της.
* η λέξη είναι της Αγαθής Δημητρούκα από συζήτηση με άλλο θέμα
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΌ!
Μπράβο Αλέξανδρε