Tου ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΙΟΥΣΗ
Θεσσαλονίκη 1916-2016: Από τον Εθνικό Διχασμό και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στα capital control και στα ευρωπαϊκά κονδύλια. Ένας αιώνας, μία πόλη, μία εποχή. Ιστορία δεν είναι οι απόψεις των ιστορικών, είναι οι ζωές των ανθρώπων. Ένας ζαχαροπλάστης που φτιάχνει την καλύτερη κρέμα στην πόλη. Ένας Κρητικός χωροφύλακας που κάνει σαματά. Μία παρέα από φοιτητές και ο παλιός τους δάσκαλος. Ένα Γάλλος γιατρός που έζησε πολλά. Μία αρτίστα που κεντάει γιασεμιά στον ποδόγυρο. Ένας απότακτος Πελοποννήσιος με σχέδια κρυφά. Γονείς και παιδιά, φίλοι και συνεργάτες, αδέλφια, μοναχικοί λύκοι, ερωτευμένα ζευγάρια. Ένας φόνος, μία παρ’ ολίγον κατάχρηση και μερικά μυστικά. Από τη Θεσσαλονίκη του Μεγάλου Πολέμου ως τα capital control, οι ήρωές μας παίρνουν φόρα και προχωρούν μπροστά.
Η Σοφία Νικολαΐδου τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής του Α.Π.Θ. (από την ίδρυσή του το 2015 κ.εξ.), στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας (από την ίδρυσή του το 2008-2013), σε σεμινάρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας (2002 κ.εξ.), στο Εργαστήρι Βιβλίου του ΕΚΕΒΙ (2010-2012) κ.α. Έχει εκδώσει συλλογές διηγημάτων, μυθιστορήματα, μελέτες, μεταφράσεις αρχαίου δράματος (Ευριπίδη, Ελένη και Σοφοκλή, Αντιγόνη, που ανέβηκαν στο Κ.Θ.Β.Ε.). Έχει συμμετάσχει σε είκοσι τέσσερις ελληνόγλωσσες και οκτώ ξενόγλωσσες ανθολογίες. Κείμενά της έχουν μεταφραστεί σε οκτώ γλώσσες. Το μυθιστόρημά της Απόψε δεν έχουμε φίλους (Μεταίχμιο, 2010) τιμήθηκε με το Athens Prize for Literature και μεταφράστηκε στα εβραϊκά. Το μυθιστόρημά της Χορεύουν οι ελέφαντες (Μεταίχμιο, 2012) κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. (The Scapegoat, Melville House) το 2015. Έχει δημοσιεύσει τη μελέτη Πώς έρχονται οι λέξεις. Τέχνη και τεχνική της Δημιουργικής Γραφής (Μεταίχμιο, 2014) και έχει επιμεληθεί τον τόμο Η Δημιουργική Γραφή στο Σχολείο (Μεταίχμιο, 2016).
–Είναι η συνέχεια….από εκεί που αφήσαμε το «Καλά και σήμερα»;
Το “Στο τέλος νικάω εγώ”, εκδόσεις μεταίχμιο, είναι μυθιστόρημα. Σ’ αυτό αφηγούμαι τις ζωές των ηρώων μου στη διάρκεια ενός αιώνα. Αντιθέτως, στο “Καλά και σήμερα”, που προηγήθηκε, αφηγούμαι τη δική μου προσωπική περιπέτεια. Αν ήταν σινεμά, το “Στο τέλος νικάω εγώ” θα ήταν η καινούρια μου ταινία. Το “Καλά και σήμερα” όμως, θα ήταν το δικό μου ντοκιμαντέρ J. Ένα βιβλίο που το έγραψα με το σώμα μου – κυριολεκτικά.
-Ανθρώπινες ζωές, σε περιπέτειες που προσπέρασαν οι ιστορικοί;
Έτσι όπως το λέτε. Αυτό δεν κάνει (και δεν έκανε) πάντα η λογοτεχνία; Αν η Ιστορία εστιάζει στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, η Λογοτεχνία δίνει πλοκή στις ζωές των ανθρώπων. Στο τι συμβαίνει στο σπίτι τους, στο δρόμο, αλλά και στην καρδιά και στο κεφάλι τους, τη στιγμή που η Ιστορία επελαύνει. Ίσως γι’ αυτό η Λογοτεχνία, καμιά φορά, προχωρεί πιο βαθιά και ερμηνεύει πιο ουσιαστικά τα πράγματα.
–Ένας ζαχαροπλάστης, ένας χωροφύλακας, φοιτητές, μια αρτίστα κ.ά. απο τον Μεσοπόλεμο και δώθε;
Το μυθιστόρημα υφαίνεται γύρω από δύο αφηγηματικά νήματα: ένα τότε, στη Θεσσαλονίκη του Μεγάλου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού. Με επίκεντρο της ιστορίας μας ένα ζαχαροπλαστείο (κι έναν ζαχαροπλάστη που κάνει την καλύτερη κρέμα στην πόλη) κι ένα καμπαρέ όπου συχνάζουν Έλληνες και ξένοι φαντάροι. Κι ένα τώρα, με μια παρέα φοιτητών και τον παλιό τους δάσκαλο. Νέοι που ερωτεύονται, σπουδάζουν, μαλώνουν με τους γονείς. Νέοι που πρέπει να πάρουν τις αποφάσεις τους και να τα βγάλουν πέρα. Παιδιά που έχουν για καύσιμο τα νιάτα τους. Γίνονται οι Τέσσερις Σωματοφύλακες, ζουν το δημοψήφισμα και τα capital control. Δύο αφηγηματικά νήματα λοιπόν, τα οποία ενώνονται σε μία ιστορία, με έναν φόνο, μία παρ’ ολίγον κατάχρηση και αρκετά μυστικά.
-Η Θεσσαλονίκη, ο τόπος των ιστοριών;
Το μυθιστόρημα χρειάζεται μια πόλη για να αναπνεύσει. Θέλει τσιμέντο, μεγάλους δρόμους, πεζοδρόμια, πολυκοσμία και την βιοποικιλία της μεγαλούπολης. Αθήνα, Θεσσαλονίκη. Το μυθιστόρημά μου τρέφεται από τα επάλληλα ιστορικά στρώματα αυτών των πόλεων (ιδίως της Θεσσαλονίκης) και από τις ιστορίες των ανθρώπων τους. Όταν κανείς περπατάει σε μια πόλη κι έχει ανοιχτά τα αυτιά και τα μάτια του, δεν μπορεί, ακούει τις ιστορίες που έχει να του διηγηθεί.
-Με επίκεντρο την κοινωνία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης;
-Και όχι μόνο. Ξέρετε, για μένα η εκπαίδευση (δευτεροβάθμια, τριτοβάθμια) αποτελεί χρήσιμο (ενίοτε πολύτιμο) συγγραφικό υλικό. Γιατί αποτελεί μία βασική ανθρώπινη εμπειρία. Όπως σχεδόν όλοι οι άνθρωποι έχουμε ζήσει την εμπειρία της οικογένειας, έτσι έχουμε περάσει κι από την εμπειρία του σχολείου. Συνεπώς, για μένα η εκπαίδευση είναι ο χώρος όπου δοκιμάζονται πράγματα. Εκεί δείχνει κανείς τις αντοχές και τα χούγια του, αλλά και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος. Η εκπαίδευση είναι ο χώρος όπου μεταδίδεται η γνώση μιας ολόκληρης κοινωνίας στην επόμενη γενιά. Και, βεβαίως, δεν παύει να είναι μία εξουσιαστική δομή. Με άλλα λόγια, είναι ένας αρκετά ασφαλής τρόπος να διαβάσει κανείς τους ανθρώπους.
-Ίσαμε τα capital control;
Τα capital control συμβαίνουν, ενώ η ζωή των ηρώων μου τρέχει. Αφού η ιστορία μου φτάνει ως το σήμερα, μπορούσε να λείπει το καλοκαίρι του 2015; Τότε που οι λέξεις εκτοξεύονταν σαν πέτρες;
-Αφηγείστε περιπέτειες και ο αναγνώστης βγάζει τα δικά του συμπεράσματα;
Μα αυτό δεν έκανε πάντα η Λογοτεχνία; Αν πίστευα ότι κατέχω την απόλυτη αλήθεια και είναι χρέος μου να τη μεταδώσω, τότε θα ήμουν πολιτικός ή παπάς. Όμως η Λογοτεχνία (όπως, φυσικά, και η ζωή) είναι ανοιχτή σε ερμηνείες. Αν ένα μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί μόνο κατά έναν τρόπο και δε σηκώνει πολλαπλές ερμηνείες και προσωπικά συμπεράσματα, τότε έχει πρόβλημα το βιβλίο, δε νομίζετε;