Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΙΟΥΣΗ
Η Μοίρνα είναι μια γυναίκα, που ο αναγνώστης την συναντά ένα πρωινό, την ώρα που ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της και φεύγει. Μπαίνει στο αυτοκίνητό της και κάπου πηγαίνει. Ο αναγνώστης την παρακολουθεί σε αυτή τη διαδρομή. Μαθαίνει τον προορισμό της, πλησιάζοντας προς το τέλος του βιβλίου. Σε όλη αυτή την διάρκεια, την βλέπουμε να οδηγεί, να ακούει μουσική, να σιγοτραγουδάει, να θυμάται, να ζει στο τώρα, να νοσταλγεί το χθες, να ονειρεύεται το μέλλον, να γελάει, να θυμώνει, να μελαγχολεί, να δακρύζει, να σταματάει και να ξεκινάει πάλι. Την παρακολουθούμε σα να υπάρχει μία κάμερα μέσα στο αυτοκίνητό της, στο μυαλό της, στην ζωή της. «ΜΟΙΡΝΑ – ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΓΛΥΚΟ ΚΡΑΣΙ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ», εκδόσεις Λιβάνη.
-Τραγουδιστή ιστορία;
Ο αναγνώστης κάνει μαζί της, την διαδρομή μέχρι τον προορισμό της, αλλά και όλο το ταξίδι της ζωής της. Η μουσική είναι κυρίαρχο στοιχείο, σε όλο το βιβλίο… γιατί έτσι ζει η Μοίρνα. « Στις εικόνες της ζωής της έβαζε τραγούδια και στα τραγούδια τη ζωή της».
Η ηρωίδα σας πόσα κοινά έχει μαζί σας; Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία;
Πιστεύω πως κάθε ένας, που ξεκινάει να γράψει ένα μυθιστόρημα για πρώτη φορά, σαφώς και εμπεριέχει μέσα σε αυτό γεγονότα ή πρόσωπα της προσωπικής του ζωής. Στην αρχή του βιβλίου υπάρχουν αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπως και πρόσωπα που έχουν περάσει από τη ζωή μου. Όμως αυτό συμβαίνει στην αρχή. Από εκεί και πέρα όλα τα υπόλοιπα είναι μυθοπλασία. Η ηρωίδα μου, έχει τόσα κοινά μαζί μου, όσα θα είχε αν ήταν κόρη μου. Όλες οι κόρες μοιάζουν λίγο στη μάνα τους, αλλά δεν είναι η μάνα τους. Έχουν τη δική τους ζωή και το δικό τους χαρακτήρα.
Γιατί γράψατε ένα μυθιστόρημα και τι είναι αυτό που θέλετε να πείτε στον κόσμο που θα το διαβάσει;
Για τον ίδιο λόγο που κάποιος γράφει μουσική, κάποιος άλλος τραγουδάει ή κάποιος τρίτος γεμίζει με χρώματα έναν καμβά. Όταν φτάνεις εκεί, είναι ανάγκη σου να το κάνεις. Είναι ανάγκη να διοχετεύσεις κάπου, όλα αυτά που έχεις μέσα στο μυαλό σου, μέσα στην ψυχή σου. Αυτό που θέλω να πω, είναι πως δεν ξέρεις πάντα τον τρόπο να το κάνεις ή ίσως αργείς να τον ανακαλύψεις. Όμως όταν η ανάγκη γίνει επιτακτική, τότε σίγουρα θα οδηγηθείς, στο μονοπάτι που σου ταιριάζει περισσότερο να περπατήσεις. Μέσα μου, ήξερα πάντα, πως το να γράψω ένα μυθιστόρημα, θα γινόταν κάποια στιγμή. Απλά τώρα ήταν η σωστή στιγμή. Αυτό που θέλω να πω στον κόσμο που θα το διαβάσει είναι να αφεθεί. Να αφεθεί να δει τις εικόνες που βλέπει η ηρωίδα, να μυρίσει τις μυρωδιές που την τυλίγουν, να ακούσει τις μουσικές που εκείνη ακούει, να νιώσει το χτυπόκαρδι, τον πόνο, τη χαρά της. Να μπει στη θέση του συνοδηγού δίπλα της. Όποιος το διαβάσει να αφεθεί στο ταξίδι μαζί της. Κι εκεί πολλά θα μάθει κι άλλα τόσα θα αισθανθεί.
Κλείνοντας, πείτε μας κάτι για σας. Μια ευχή, μια προσδοκία ή μια επιθυμία σας.
Να έχω υγεία, να μην πάψω ποτέ να ονειρεύομαι, να έχω την καρδιά μου οδηγό. Με αυτήν ακριβώς την σειρά.