Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΙΟΥΣΗ
Ένα νησί. Η Αμοργός. Ένας οικισμός. Ο Ασφοντυλίτης. Πήγαινε κοντά και αφουγκράσου. Μιλούν οι πέτρες. Και λένε μια ιστορία. Μια ιστορία παλιά, κεντημένη πάνω τους. Μια ιστορία γι’ αυτόν που όσα δεν έζησε τα ζωγράφισε στην πέτρα. Άνοιξη του 2006. Τηλεφώνημα από την Αμοργό. Πρόσκληση για παραστάσεις αφήγησης παραμυθιών. Την αποδέχομαι με χαρά –η φωνή της Μαρίας με γέμισε εμπιστοσύνη. Η Μαρία έχει ένα βιβλιοπωλείο που έχει το ίδιο όνομα με το νησί του απέραντου γαλάζιου. Η Μαρία θα με περιμένει στο λιμάνι των Καταπόλων. Παρέα θα πάμε στα Θολάρια, στην Αρκεσίνη, στη Λαγγάδα, στη Χώρα, να συναντήσουμε μικρούς και μεγάλους που θέλουν ν’ ακούσουν ιστορίες. Ετοιμάζω βαλιτσάκι για ταξίδι. Η Εύη Γεροκόστα μιλά για τον «Ασφοντυλίτη», εκδόσεις Καλειδοσκόπιο.
Χαίρομαι ιδιαίτερα για το θέμα ο Ηλίας είναι φίλος και είχε γράψει σχετικά στην Ελευθεροτυπία. Πως ασχοληθήκατε με το θέμα αυτό;
Άνοιξη του 2006. Τηλεφώνημα από την Αμοργό και πρόσκληση για παραστάσεις αφήγησης στα Κατάπολα, στα Θολάρια, στην Αρκεσίνη, στη Λαγγάδα, στη Χώρα, όπου περιμένουν μικροί και μεγάλοι που θέλουν ν’ ακούσουν ιστορίες. Σ’ εκείνο το ταξίδι, εντελώς συμπτωματικά, άκουσα τρεις διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας του Ασφοντυλίτη χωρίς να καταφέρω να επισκεφθώ τον οικισμό. Με την επιστροφή μου στην Αθήνα η ιστορία του Ασφοντυλίτη δεν έχει φύγει από το μυαλό μου. Την ακούω στον ύπνο και τον ξύπνιο μου. Ακούω και τις τρεις αμοργιανές εκδοχές. Διαβάζω αποσπάσματα από το βιβλίο του Ηλία Προβόπουλου «Κέντημα στην πέτρα ήταν η ζωή του», έκδοση-θησαυρό με θέμα τον Ασφοντυλίτη. Λίγο καιρό μετά, αρχίζω ν’ ακούω και μια τέταρτη εκδοχή της ιστορίας. Τη δική μου.
Κατάγεστε από την Αμοργό;
Είμαι γεννημένη στην Αθήνα, με καταγωγή από τη Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία. Μεγάλωσα χωρίς θάλασσα –δεν είναι τυχαίο που πάντα την αποζητώ κι ας με τρομάζει. Οι Μικρές Κυκλάδες είναι η καταγωγή της καρδιάς μου, που έχει μοιραστεί στα δύο πια: το πρώτο μισό ανήκει εδώ και δεκαεπτά χρόνια στο Κουφονήσι και, από τον περασμένο Σεπτέμβρη, το δεύτερο μισό ανήκει στην Αμοργό και τον Ασφοντυλίτη, που με καλοδέχτηκε από την πρώτη στιγμή που τον περπάτησα.
Μιλήστε μας για τον Μιχάλη Ρούσσο.
Ο Μιχάλης Ρούσσος είναι ο Μάνθος της δικής μου ιστορίας. Κάποιος που δεν μιλούσε πολύ, δεν γελούσε πολύ, δεν θύμωνε πολύ. Κάποιος που κοιτούσε ψηλά κι έλεγε «πού θα βρούμε ουρανό σαν και τούτον…» Κάποιος που ήξερε να κάνει όνειρα και να τα κρατάει ζωντανά. Κάποιος που έφτασε με τα χέρια και την καρδιά όσα δεν έφταναν τα πόδια. Κάποιος που έγινε μύθος και παραμύθι κι ας μην το έμαθε ποτέ.
Τι σας εντυπωσίασε από τον «κεντητή της πέτρας»;
Είδα για πρώτη φορά τις βραχογραφίες κάτω από έναν ήλιο καυτό. Σκέφτηκα αμέσως ότι με κάποιον τρόπο καταργούν το χρόνο αφού μοιάζουν σαν να δημιουργήθηκαν πριν λίγο καιρό -ίσως μόλις χθες. Στέκουν ασάλευτες, είναι όμως ολοζώντανες. Τις φαντάζομαι ν’ αλλάζουν χρώματα με το φως του φεγγαριού και των αστεριών, με τη βροχή και τον άνεμο. Τις φαντάζομαι να ξεκολλάνε πότε πότε από την πέτρα και να περπατούν, να γλεντούν, να χορεύουν, να ζωντανεύουν ξανά τον έρημο πια οικισμό. Αυτό κατάφερε ο Μιχάλης Ρούσσος: να βγάλει φωνή από την πέτρα.
Γιατί είναι σπουδαίο να γνωρίσουν τις βραχογραφίες τα παιδιά;
Ο Ασφοντυλίτης είναι από εκείνα τα μέρη τα κρυφά και τα κρυμμένα που δεν χαρίζονται εύκολα σε όσους έχουν ξεχάσει να είναι (και) παιδιά. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι ένα παιδί ξέρει τι πρέπει να κάνει όταν φτάσει κοντά στις βραχογραφίες. Θ’ ακουμπήσει το αυτί του πάνω στην πέτρα και θ’ ακούσει όσα έχει να του πει. Θα του φανερωθούν καινούρια μυστικά, θα μάθει την αληθινή ιστορία και μετά θα την αφηγηθεί σε κάποιον άλλο, με το δικό του τρόπο -δεν λένε ότι κάθε ιστορία κρύβει μέσα της πολλές άλλες;
Ο Ασφοντυλίτης είναι και μνημείο παραδοσιακής αγροτικής αρχιτεκτονικής…
Ο Ασφοντυλίτης μοιάζει μ’ ένα μουσείο αλλιώτικο από τ’ άλλα. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι ίσως υπάρχει μόνο στη φαντασία κι όχι στην πραγματικότητα. Μετά όμως θυμάμαι το μικρό κακοτράχαλο μονοπάτι. Το εκκλησάκι. Το καφενεδάκι της κυρίας Σοφίας, μοναδικό ίχνος ζωής. Την κυρία Σοφία που κερνάει παγωμένο νερό και καλοδέχεται τους επισκέπτες. Οι πέτρες είναι λίγο πιο κάτω, λέει. Η ίδια γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Ασφοντυλίτη. Θυμάται τον εαυτό της, μικρό κορίτσι, ν’ ακούει την ιστορία του Μιχάλη Ρούσσου. Τότε αρχίζω να ξεχνάω τα χιλιόμετρα που περπάτησα μέχρι να φτάσω, ξεχνάω τον ήλιο τον καυτό, τη δίψα και το κατακόκκινο μέτωπό μου. Κι όταν τελικά φτάνω στις πέτρες, βλέπω ότι οι πέτρες υπάρχουν. Αστράφτουν κάτω από τον ήλιο. Οι κεντημένες μορφές πάνω τους ζωντανεύουν κι αρχίζουν να μιλούν. Για τότε. Για τώρα. Για πάντα.