
Τα του Θεού τω Θεώ και τα του Καίσαρος τω Καίσαρι
Μια μάχη για τα αυτονόητα που πρέπει να κερδηθεί
Της Αγγέλικας Σαπουνά*
Η ομολογιακή εκπαίδευση της θρησκείας είναι θέμα των πιστών και της κοινότητάς τους, της εκκλησίας. Θέμα των πολιτών και της δικής τους κοινότητας, του κράτους ή μάλλον της πολιτείας, είναι η γνώση του πολιτισμικού πεδίου που συγκροτούν οι θρησκείες στο ιστορικό διηνεκές και στο σήμερα. Μ’ ένα κλικ ίσως παραπάνω στην ορθοδοξία που είναι ιστορικά συνυφασμένη με την ιστορία αυτής της γωνιάς του πλανήτη, αλλά ως εκεί. Τα του Θεού τω Θεώ και τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.
Η μεταρρύθμιση των θρησκευτικών: μια πραγματική σύγκρουση
Η σύγκρουση του υπουργού Παιδείας, Νίκου Φίλη, με την Εκκλησία δεν είναι ασήμαντη. Δεν είναι δευτερεύουσα ενδοσυστημική αντίθεση, όχι για τα νεοελληνικά δεδομένα. Και δεν είναι στάχτη στα μάτια για να ξεχάσουμε την εκποίηση του Ελληνικού, την υποθήκευση των δημοσίων εταιρειών ύδρευσης, τους αδιόριστους εκπαιδευτικούς, τις δόσεις στην εφορία που δεν μπορούμε να πληρώσουμε και που ρουφάει η μαύρη τρύπα του επαχθούς και απεχθούς χρέους.
Η σημερινή σύγκρουση για τα θρησκευτικά είναι σύγκρουση πραγματική, όπως άλλωστε δείχνει η αυξανόμενη ένταση με την οποία αντιμετωπίζεται από την αντιμεταρρυθμιστική πλευρά, με κορύφωση την άρνηση του Αρχιεπισκόπου να συνομιλήσει με τον Υπουργό. Εντέχνως μάλιστα αφήνονται να διαρρεύσουν πληροφορίες, εν όψει της σχετικής συζήτησης στη βουλή, είτε για κυβερνητική αναδίπλωση είτε ακόμη και για πρόταση μομφής μέρους της αντιπολίτευσης κατά του Ν. Φίλη.
Επίσης, η σύγκρουση αυτή έχει και μια προϊστορία πολύ πρόσφατη, που αξίζει τον κόπο να ξαναθυμηθούμε, για να αξιολογήσουμε ορθότερα το σήμερα, και εν προκειμένω:
– Την απόπειρα του μνημονιακού αστού Αρβανιτόπουλου, να εκσυγχρονίσει τη διαδικασία απαλλαγής των μαθητών που το επιθυμούν από τα θρησκευτικά, με απλή δήλωση του κηδεμόνα τους και χωρίς αναφορά στο θρήσκευμα. Την απόπειρα αυτή ακύρωσε ο διάδοχός του μνημονιακός Λοβέρδος, την κυριολεκτικά τελευταία μέρα της υπουργικής του θητείας, στις 26 Ιανουαρίου του 2015 κι αφού η κυβέρνηση Σαμαρά είχε ήδη χάσει τις εκλογές!
– Την επαναφορά του ζητήματος από το υπουργικό δίδυμο Παιδείας της πρώτης συριζικής κυβέρνησης, που όμως έκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες τις παραμονές του δημοψηφίσματος και της αγωνιώδους διαπραγμάτευσης που κατέληξε στο τρίτο μνημόνιο, ίσως επειδή η κυβερνητική ηγεσία έκρινε ότι δεν ήταν σκόπιμη η σύγκρουση με την Εκκλησία σ’ εκείνη τη συγκυρία. Η σύγκρουση είχε νέτα-σκέτα προεξαγγελθεί στα υπουργικά κλιμάκια από τους εκπροσώπους των ιεραρχών.
Εθνικός αυτοπροσδιορισμός και ελληνοχριστιανική ιδεολογία
Κάθε απόπειρα επαναπροσδιορισμού αυτών των ζητημάτων εστιάζει αντικειμενικά στο επίκεντρο της ιδεολογικής λειτουργίας του νεοελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, αγγίζει την ιστορική ιδιοσυστασία του νεοελληνικού κράτους και ανασύρει στη μνήμη συγκρουσιακές πτυχές της ιστορίας που πολλοί θα’ θελαν να ξεχαστούν. Όπως πχ. το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες, το ανιστόρητο ιδεολογικό σύμφυρμα με το οποίο το κράτος, από κοινού με τους επίσημους φορείς της εκκλησίας, προσπάθησε σε διάφορες σκοτεινές, μακρινές και πρόσφατες, βιωμένες για πολλούς, περιόδους, να καταστείλει κάθε προοδευτική, δημοκρατική, απελευθερωτική, αριστερή ή και απλώς ορθολογικά εκσυγχρονιστική αντίληψη.
Στο βάθος, το ζήτημα της υποχρεωτικότητας και του περιεχομένου του μαθήματος των θρησκευτικών –αλλά και άλλων άλυτων ζητημάτων στο ίδιο πεδίο, όπως λ.χ. η πρωϊνή προσευχή, ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός, η απαλλαγή από τα θρησκευτικά μόνον για τους «αλλόθρησκους»– θέτει επί τάπητος το ζήτημα της θρησκευτικής συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας και της ταυτότητας του πολίτη, με όλα τα παρεπόμενα. Ένα εκ των οποίων, καθόλου έλασσον και πολύ προφανές στις πιο πρόσφατες συγκρούσεις, είναι και ο πραγματικός ρόλος της Εκκλησίας, της κάθε εκκλησίας από θέση αρχής, αλλά της ελληνικής εν προκειμένω. Ρόλος ιδεολογικός, κοινωνικός, οικονομικός, πανίσχυρος ούτως ή άλλως, κι όπως φαίνεται οι ιεράρχες επιθυμούν να (ξανα)γίνει και πολιτειακός.
Γι΄ αυτό ακριβώς οι ιεράρχες, οι πολιτικοί συνοδοιπόροι τους και οι συντηρητικοί θεολόγοι θέτουν εμφατικά το περί έθνους ερώτημα, για να το απαντήσουν ταυτίζοντάς το με την ορθοδοξία και την επίσημη έκφρασή της, την Εκκλησία, που πρέπει, κατ’ αυτούς, να έχει τον καθοριστικό λόγο επί του τι διδάσκει το σχολείο τους νέους, και όχι μόνον αναφορικά με τη θρησκεία.
Κι όμως, αν κάνουμε την αυτό-ανάλυσή μας, οι νεοέλληνες, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι, αν και η ορθοδοξία αποτελεί αντικειμενικά ιστορικό συστατικό στοιχείο της νεοελληνικής ταυτότητας, αυτό είναι ένα στοιχείο μαζί με άλλα, καθόλου υποδεέστερα από ιστορική άποψη και καθόλου, επίσης, σε πλείστες περιπτώσεις, συμβατά μεταξύ τους. Αλλά έτσι είναι οι εθνικές ταυτότητες, απανταχού της γης και των ιστορικών περιόδων, γεμάτες αντιφάσεις, συγκρούσεις και αποσιωπήσεις, και στο βάθος ισχύει πάντα η ρήση «πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία», ενώ η ενηλικίωση σφραγίζεται, δυστυχώς και ευτυχώς, από πολιτικές επιλογές.
Επιλογές που μας φέρνουν στο ουσιαστικότερο ερώτημα, που είναι υπόρρητο στον περί έθνους και θρησκείας λόγο, αλλά είναι η ουσία της σύγκρουσης: Τι είδους κράτος θέλουμε; Τι είδους πολίτες θέλουμε να είμαστε;
Τι είδους πολίτες θέλουμε να είμαστε;
Εδώ, οι απαντήσεις είναι θεωρητικά αυτονόητες, για όσους και όσες αισθάνονται ότι έλκουν την ιδεολογική τους καταγωγή από το Διαφωτισμό, τέκνα του οποίου είναι τόσο η αστική δημοκρατία όσο και η αριστερά. Κι αυτό, παρά τις ιστορικές και πάντα επίκαιρες διαφωνίες για το αν το κράτος είναι εργαλείο της εκάστοτε εξουσίας ή πεδίο ταξικής πάλης κι αν μετασχηματίζεται δημοκρατικά ή μόνον ανατρέπεται.
Είναι αυτονόητο, από την εποχή του Βολταίρου, ότι η ανεξιθρησκεία δεν συμβαδίζει με την κατήχηση σ’ ένα ορισμένο δόγμα, κι ας είναι το κυρίαρχο (κοινωνικά και όχι θεσμικά) δόγμα, ότι η εκπαίδευση των νέων οφείλει να διαμορφώνει πολίτες και όχι πιστούς, καθώς η θρησκευτική πίστη είναι αυστηρά προσωπική επιλογή, την οποία το κράτος ούτε την ασπάζεται ούτε παρεμβαίνει στην άσκησή της, εκτός κι αν αυτή η προσωπική επιλογή των πιστών ακυρώνει τις προσωπικές επιλογές των άλλων, των μη πιστών.
Είναι αυτονόητο ότι ένα τέτοιο, «φιλελεύθερο» κρατικό εκπαιδευτικό πλαίσιο είναι πολύ πιο ευνοϊκό πεδίο για τις απελευθερωτικές διεκδικήσεις κάθε είδους, αφού αυτό επιτρέπει στη σκέψη ν’ ανθίσει λίγο πιο ελεύθερα από το αναχρονιστικό πλαίσιο όπου η Εκκλησία είναι ο ιδεολογικός βραχίονας της κρατικής εξουσίας.
(Θα έπρεπε να) είναι αυτονόητο ότι τόσο μια κυβέρνηση που προέρχεται από την αριστερά όσο και οι άνθρωποι της αριστεράς ή έστω της δημοκρατίας και των πολιτικών δικαιωμάτων, θα υποστήριζαν χωρίς ενδοιασμούς κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια προς τις παραπάνω κατευθύνσεις.
Το πολιτικό κόστος της χειραφέτησης
Σήμερα ζούμε στην εποχή που όλες οι βεβαιότητες έχουν ανατραπεί. Κι ενώ οι –ηπιότατες– μεταρρυθμίσεις που προτείνει το υπουργείο Παιδείας ξαναλένε με απλά λόγια τα … διαφωτιστικώς αυτονόητα, υπάρχει ανησυχία ότι κάποιοι εντός της κυβέρνησης το ξανασκέφτονται, επίσης: Όχι μόνον επειδή οι γνωστοί μειοψηφικοί εταίροι εκφράζουν τις πάγιες διαφωνίες τους, αλλά και επειδή μετράνε το περίφημο πολιτικό κόστος που θα επιφέρει η ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης.
Όμως, ποιο κόστος θα είναι αλήθεια μεγαλύτερο; Το κόστος της σύγκρουσης με την εκκλησία και τις αναχρονιστικές αντιλήψεις κάθε υφής, ίσως να αφορά πολύ λιγότερους συμπολίτες μας απ’ ότι διακηρύσσει η εκκλησιαστική ρητορεία. Το κόστος, όμως, της αναδίπλωσης σ’ ένα θέμα που όχι μόνον έχει ιστορικό συμβολικό φορτίο, αλλά το σήκωσε με μεγάλη παρρησία και τόλμη ο υπουργός Παιδείας, έχει την επιστημονική σφραγίδα των εμπειρογνωμόνων του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, έχει τη στήριξη της πλειονότητας των εκπαιδευτικών και των επιστημόνων της Θεολογίας και τέλος, δίνει ένα εχέγγυο φερεγγυότητας στην κυβέρνηση, μέσα στο σκυθρωπό κατά τα άλλα μνημονιακό πολιτικό τοπίο, θα είναι πολλαπλάσιο.
Από την άλλη πλευρά, στην αντιπολίτευση, οι κεντροδεξιοί, οι κεντροαριστεροί και οι καθαρόαιμοι αριστεροί, εντός κι εκτός βουλής, μοιάζει να επιλέγουν την αντιπολιτευτική επικοινωνιακή ευκολία και να στοιχηματίζουν στο κεφάλι του Φίλη, με σαρκασμό και μερικές φορές, σπανιότερα, με θλίψη. Και πάλι, όμως, σήμερα δεν είναι αυτό το επίδικο.
Αυτό που κρίνεται σήμερα, είναι το αν θα επιτραπεί, επιτέλους, στην ελληνική εκπαίδευση να χειραφετηθεί από τον αναχρονισμό της υποχρεωτικής κατήχησης στην όποια θρησκεία, ανοίγοντας στους νέους πεδία σκέψης που αφορούν πολύ, τρομακτικά πολύ, στο σήμερα.
Κι αυτό που, επίσης, κρίνεται είναι αν θα επιτραπεί στο κράτος –που πάντως στις δημοκρατίες, όσο τραυματισμένες κι αν είναι, αυτό υποτίθεται ότι εκπροσωπεί θεσμικά τους πολίτες και όχι οι εκκλησίες– να οργανώνει τα του οίκου του, κατά το δοκούν βέβαια, αλλά με δημοκρατικό, κοσμικό και όχι θρησκευτικό, δηλαδή μεταφυσικό και ανορθολογικά εξουσιαστικό πρόσημο.
Δυστυχώς, τα σημεία αυτά, όσο κρίσιμα κι αν είναι, χάνονται μέσα στον ορυμαγδό του απύθμενου, κωμικοτραγικού λαϊκισμού που χαρακτηρίζει, στην πλειονότητά του, τον πολιτικό λόγο αυτή την εποχή της κρίσης, και για τον οποίο και η συριζική αριστερά, κυβερνώσα πρώην και νυν, φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Ωστόσο, ας μην πετάξουμε το μωρό μαζί με τα βρωμόνερα. Και βέβαια, θα πρέπει να προχωρήσει η πολιτεία και σε άλλα, όπως φερ’ ειπείν η φορολογική εξίσωση της πάμπλουτης εκκλησίας με το πάμφτωχο και φορολογικά καθημαγμένο «ποίμνιό» της. Αν, όμως, χαθεί η μάχη της εκπαίδευσης, μπορούμε νομίζω να στοιχηματίσουμε, ότι όλ’ αυτά θ’ αργήσουν πολύ, τρομακτικά πολύ.
*Η Αγγέλικα Σαπουνά είναι εκπαιδευτικός στη δημόσια μέση εκπαίδευση, PhD Πολιτικής και Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης.