Φωτογραφία © Σταύρος Πετρόπουλος
Ποιος άλλος θα μπορούσε να «εξαφανίσει» την Πλατεία Ομονοίας, αν όχι o βραβευμένος στην Μπιενάλε της Βενετίας Γερμανός εικαστικός και γλύπτης; Αξιοποιώντας την τεχνική του καμουφλάζ, μεταμορφώνει την Ομόνοια σε καταφύγιο και ουδέτερη ζώνη, αόρατη από κάθε εισβολέα και από το άγρυπνο μάτι του Google maps.

Αξιοποιώντας την τεχνική του καμουφλάζ και συνδέοντάς την με την αορατότητα της ιστορικής πλατείας από ψηλά, ο Γκρέγκορ Σνάιντερ παρεμβαίνει στο αστικό τοπίο, μετατοπίζοντας το κέντρο του, τον ομφαλό της Αθήνας, στο λεπτό σημείο συνάντησης του ορατού με το αόρατο και της τέχνης με την οντολογία.Πηγή της έμπνευσής του αποτελούν οι περίφημες καμουφλαρισμένες τοποθεσίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως τα εργοστάσια κατασκευής αεροσκαφών της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ, τα οποία στη διάρκεια του πολέμου καλύπτονταν με γιγαντιαία σακίδια, από το φόβο των ιαπωνικών βομβαρδισμών. Αυτή η πρακτική προστασίας και καμουφλάζ αλλοίωνε την εικόνα του φυσικού και αστικού τοπίου, αλλά επίσης την όψη και την πρόσληψη της πραγματικότητας.

Επιμέλεια Πρότζεκτ: Κάτια Αρφαρά
Επιμέλεια & Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός εγκατάστασης: Γιώτα Πασσιά, Παναγιώτης Ρούπας
Τεχνικός Βοηθός: Kamil Jackiewicz
Επιχρωματισμός πανιού: Αφροδίτη ΠουρνάρηΑνάθεση & Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση / Fast Forward FestivalΘερμές ευχαριστίες προς το Δήμο Αθηναίων, το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και το Ίδρυμα Γεωργίου Ζογγολόπουλου.
Ένα από τα κορυφαία πρότζεκτ του Σνάιντερ είναι το Haus U R, το οποίο ξεκίνησε το 1985. Πρόκειται για τη μεταμόρφωση του πατρικού του σπιτιού με τη δημιουργία πανομοιότυπων δωματίων, με τα πατώματα, τους τοίχους, την οροφή και τις πόρτες τους, μέσα στα αρχικά δωμάτια της κατοικίας. Τα κρυμμένα κενά ανάμεσα στα κανονικά δωμάτια και στα αντίγραφά τους καταλήγουν σε μυστηριώδεις κοίλες περιοχές. Αν και ορισμένοι επισκέπτες του σπιτιού έχουν αναφέρει κλειστοφοβικές εμπειρίες λόγω της ενοχλητικής κανονικότητας, ο ίδιος αποφεύγει τις ερμηνείες και, μιλώντας για το έργο του, δίνει έμφαση στις έννοιες της προσθήκης, του μη αναγκαίου και του περιττού. Κάποτε είπε: «Δεν ξέρω αν το σπίτι είναι καταφύγιο ή κάτεργο».
Άλλα πρότζεκτ του που έχουν προκαλέσει την προσοχή, αλλά και έντονες κοινωνικές συζητήσεις, είναι τα δίδυμα σπίτια Die Familie Schneider (2004), το πρότζεκτ Cube (2005), τα High Security Isolation Cells (2005), το Dying Room (2007), το Temple in Kolkata (2011) ή το κονιοποιημένο σπίτι όπου γεννήθηκε ο Γκέμπελς (2014). Στην Αθήνα, ο Σνάιντερ επιστρέφει στον εξόχως πολιτικό δημόσιο χώρο. Τι είναι σήμερα ένας δημόσιος χώρος και τι ένας ιδιωτικός χώρος; Το 2007, παρουσίασε το 21 Beach Cells στην πολυσύχναστη πλαζ Μπόντι, στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Εκεί, ο Σνάιντερ τοποθέτησε 21 κελιά από συρματόπλεγμα, που φιλοξενούσαν τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες ηλίου των λουομένων. Η δράση αναμείγνυε με απρόβλεπτο τρόπο τη χαλάρωση και την αναψυχή με την έλλειψη ελευθερίας και τη φυλάκιση. Ο ίδιος αναρωτιόταν: «Τι είδους χώρο χρειάζεται κανείς για να αισθάνεται ελεύθερος;»
Ο Γκρέγκορ Σνάιντερ, κορυφαίος εικαστικός και γλύπτης, εκπρόσωπος της εννοιολογικής τέχνης με υπαρξιακές διαστάσεις, γεννήθηκε το 1969 στην πόλη Ράιντ της Βόρειας Ρηνανίας, που είναι επίσης η γενέθλια πόλη του υπουργού Προπαγάνδας της Ναζιστικής Γερμανίας, Γιόζεφ Γκέμπελς. Το ενδιαφέρον του Σνάιντερ για την τέχνη ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Σε ηλικία 16 ετών παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση, με το σκοτεινό τίτλο «Περί εφηβικής κατάθλιψης» (Pubertäre Verstimmung), στην γκαλερί Kontrast της πόλης Μενχενγκλάντμπαχ. Την περίοδο 1989-92 σπούδασε στις Ακαδημίες Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ, του Μύνστερ και του Αμβούργου. Από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90, το έργο του άρχισε να αναγνωρίζεται και να φιλοξενείται με εκθέσεις σε σημαντικές γκαλερί και μεγάλα μουσεία.
Η πρώτη δουλειά που έκανε ο Σνάιντερ στην εφηβεία του ήταν νεκροθάφτης στο κοιμητήριο της γενέτειράς του. Όπως ανέφερε μάλιστα ο ίδιος, πριν από μερικά χρόνια, σε συνέντευξή του στη βρετανική εφημερίδα The Guardian: «Ήμουν ένας από αυτούς που μετέφεραν τα φέρετρα από την εκκλησία στον τάφο. Ήταν μια καλοπληρωμένη δουλειά, κυρίως επειδή κανείς δεν ήθελε να την κάνει. Συνάδελφοί μου στη δουλειά ήταν ένας αλκοολικός κι ένας άντρας με αναπηρία.