Ο Λάππας προχωράει, ο Λάππας περπατάει. Οι μορφές του κάθονται και περιμένουν, αυτός συνεχίζει. Ο Λάππας βαδίζει στην Ηφαίστου, στην Αβυσσινίας, ψάχνει την κίνηση των άλλων, ψάχνει κάτι παράδοξο και κάτι λογικό. Ένα αντικείμενο. Στο πράσινο εργαστήρι δεν περιφέρεται: προχωράει. Ο Λάππας δεν μιλάει. Ο Λάππας περπατάει. Θυμάται κι επιβλέπει τις μορφές της τρέλας, τους σαλεμένους, τους βουβούς, τα πλήθη που γίνονται ένα χωρίς ποτέ να είναι μάζα, αυτούς που πετάνε κολυμπώντας, αυτούς που βουτάνε χωρίς να βλέπουν, τους ήρωες, τους παίχτες που τα ‘χασαν όλα. Τους παίχτες που πηδάνε στο κενό. Το σάλτο μορτάλε της εποχής. Τους τζαζίστες που δεν κοιμούνται ποτέ. Αυτό είναι: τα μάτια του Λάππα είναι τα μάτια του τζαζίστα που δεν κοιμάται ποτέ.
Ο Λάππας συνδέει τα μεγαβάτ του κόσμου. Ο Λάππας ξύνει την πλάτη του μ’ ανεμιστήρες και αξίνες. Ο Λάππας ξέρει. Ο Λάππας περπατάει.
Μάκης Μαλαφέκας
Αναδημοσίευση από τον Δρόμο της Αριστεράς